Για την αγάπη για τα σπορ (πέντε)
Μιλάμε για την υπέρτατη αγγαρεία και ένα αίσθημα λες και έχω πάρει σύνταξη πριν την ώρα μου. Το τελευταίο μέρος των 131 λόγων που γράφτηκαν το 2013. Από εδώ και μπρος η σειρά πετάει από το πέτο της τα χνούδια του παρελθόντος και επιστρέφει σε παροντικό χρόνο. Εδώ, το τέταρτο. Το τρίτο, το δεύτερο και το πρώτο. Νισάφι πια.
91. Ο Παμπλίτο Αϊμάρ. Ο τύπος παίζει, πια, στη Γιοχόρ Ταρούλ Τακζίμ της Μαλαισίας και είναι δύσκολο να με πείσει κάποιος ότι δεν πρόκειται για αραβική μετάφραση μίας πόλης από τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Και να φανταστεί κάποιος ότι επρόκειτο για τον παίκτη με έκανε Ρίβερ Πλέιτ το 1999 (με την αρωγή του Χαβιέρ Σαβιόλα και του Εντουάρντο Κουντέτ), όταν έδειχνε το New Channel το Κόπα Λιμπερταδόρες.
Και μια και ο λόγος για τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, ο Πάμπλο Αϊμάρ είναι οι Μέρι και Πέρεγκριν Τουκ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, δηλαδή τα αξιαγάπητα δίδυμα χόμπιτ σε ένα. Ένας δεύτερος ρόλος στην ταινία «η Ιστορία του Παγκόσμιου Ποδοσφαίρου». Ακριβώς αυτός ήταν ο χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να δώσει κάποιος στον Παμπλίτο: αξιαγάπητος. Μάλιστα, το πρόσωπό του παρέπεμπε σε χόμπιτ, με τη βοήθεια μίας πολύ χαριτωμένης ελιάς.
Ο Αϊμάρ ήταν σαν ένας ενηλικιωμένος που κατοικούσε στη μία μεριά της λίμνης, ενώ στην άλλη βρίσκονταν οι Πραγματικά Σπουδαίοι. Και δεν ένιωθε καμία επιθυμία να περάσει στην άλλη πλευρά, παρά μόνο από περιέργεια καμιά φορά έπαιρνε τα κιάλια του και τους κοίταζε. Δεν θυμάμαι καμία φορά να περιμένω ματς ομίλων του Champions League (πλην των ελληνικών ομάδων) όπως εκείνο της Βαλένθια με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο «Ολντ Τράφορντ», για να δω τον Αϊμάρ να παίζει. Ο τρόπος του παιχνιδιού του ήταν σοφιστικέ. Σαν ένας φιλόσοφος με τον οποίο συζητάς και συνεχώς σου βγάζει συμπεράσματα που παρ’ ολίγον να τα έχεις σκεφτεί, αλλά δεν τα έχεις. Είναι δίπλα σου, όμως. Σε αφήνει με την απορία, πώς δεν το είχες σκεφτεί. Ο Αϊμάρ είχε την ομορφιά της απλότητας στο παιχνίδι του, έτρεχε με την μπάλα και ένιωθες τη φυσικότητα της κίνησης, σαν να πήγε για πρώτη φορά στην προπόνηση, 5 χρονών και να έκανε ακριβώς το ίδιο. Πολύ σπάνια θα τον έβλεπες να χρησιμοποιεί φιοριτούρες στο παιχνίδι, να κάνει τακουνάκια και ραμπόνες, αλλά πάλι θα σου άφηνε την αίσθηση πως θα μπορούσε να παίξει ένα ματς μόνο με αυτά. Έρρεε στο γήπεδο. Ο Αϊμάρ έφθασε να παίζει σε ομάδες όπως η Βαλένθια και η Μπενφίκα, να κατακτά το Κύπελλο UEFA και την Πριμέρα Ντιβιζιόν και παραμένει ακόμα η απορία αν με όλα αυτά έκανε την καριέρα που αναλογούσε στο ταλέντο του. Είναι πολύ δύσκολο να αποφασίσεις, μια και οι δύο ομάδες είναι στην κατηγορία «Μεγάλα Ευρωπαϊκά Μεγέθη», αλλά όχι «Θρύλοι της Γηραιάς Ηπείρου». Αν το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο ήταν κοινωνία, η Βαλένθια θα ήταν επιτυχημένος δικηγόρος. Σπουδαία καριέρα, αλλά υπάρχουν και καλύτεροι, πιο καλοπληρωμένοι, πιο αναγνωρίσιμοι, κλάδοι. Με τον Αϊμάρ στη σύνθεσή της- έπαιξε το πρώτο ημίχρονο εκείνου του τελικού στο «Σαν Σίρο», το 2001, και το γεγονός ότι βγήκε αλλαγή θα μπορούσε να συνοψίσει τον λόγο που δεν έφθασε πολύ ψηλά- οι «νυχτερίδες» έγιναν η πρώτη ομάδα στην ιστορία του Κυπέλλου Πρωταθλητριών που έχασαν δύο τελικούς σε ισάριθμες χρονιές.
Η μεγαλύτερη ευκαιρία του, πάντως, για μένα ήταν το ματς της Αργεντινής με τη Σουηδία στο Μουντιάλ του 2002. Ήταν βασικός και έπαιξε καλά, αλλά δεν άδραξε το ματς για να κάνει ζημιά. «Ζημιά», όπως ο Μέσι ή ο Ρονάλντο (χωρίς όνομα), δεν έκανε σε καμία περίπτωση στην καριέρα του. Συν τοις άλλοις, η Αργεντινή αποκλείστηκε με εκείνο το 1-1 από τους «16». Όλοι οι παίκτες της ομάδας συνδέθηκαν με αυτήν την αποτυχία, μαζί τους και ο Μέρι-Πέρεγκριν Τουκ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
347. Το «ωχ, όχι» σουτ. Ας πούμε ότι σε ένα παιχνίδι μπάσκετ η διαφορά είναι στους 19 πόντους υπέρ μίας ομάδας και η αντίπαλος κάνει ένα σερί 12-3 σε 3’51’’ για να κόψει τη διαφορά στους 10, με 5’17’’ για τη λήξη. Στο παρκέ επικρατεί πανικός, η ομάδα που χάνει βρίσκεται στα αίματα, επειδή πιάνεται από το μομέντουμ, παρ’ όλα αυτά για 1,5 λεπτό γίνονται εκατέρωθεν άσχημες επιθέσεις. Ας πούμε ότι σε αυτό το χρονικό διάστημα η ομάδα που κυνηγάει στο σκορ κάνει ένα 2-0 επί μέρους με δύο βολές, η διαφορά δεν πέφτει, ευκαιρίες χάνονται με τον ίδιο τρόπο που κερδίζονται, δηλαδή με απελπισία και θέλει 3’43’’ ακόμα, χρόνος αρκετός για να γίνει η ανατροπή. Ωστόσο πολλές ευκαιρίες είναι χαμένες. Η ομάδα που πιέζει παίζει πρες και ο σμολ φόργουορντ που κάνει την επαναφορά πετάει την μπάλα στον πάουερ φόργουορντ, ο οποίος τη σώζει τελευταία στιγμή και την επιστρέφει στο γήπεδο, αλλά την κάνει διεκδικίσιμη. Με κάποιον τρόπο, ανάμεσα από τα χέρια που όλα την αγγίζουν, περιέρχεται στην κατοχή του πόιντ γκαρντ, ο οποίος περνάει το κέντρο ακριβώς στα 8 δευτερόλεπτα. Η άμυνα προλαβαίνει να στηθεί και ο σμολ φόργουορντ με τον πόιντ γκαρντ του αντίπαλου κάνουν double team στον κάτοχο της μπάλας, ο οποίος τρέχει προς τα δεξιά και ξαφνικά φρενάρει, πηδάει και πετάει την μπάλα προς τον σούτινγκ γκαρντ της ομάδας του. Ωστόσο, ο σμολ φόργουορντ της ομάδας που αμύνεται βάζει το χέρι του πάνω στην μπάλα και τη χτυπάει, μόνο που εκείνη πάει προς τον σούτινγκ γκαρντ, με πολύ χαμηλότερη ταχύτητα, ωστόσο, και με περισσότερο ύψος λόγω της σπόντας. Ξαναγίνεται διεκδικίσιμη και ο σούτινγκ γκαρντ των αμυνόμενων βγαίνει για να την κλέψει την ώρα που σκάει στο έδαφος, μόνο που δεν καταφέρνει να τη βρει για ένα χωρικό εκατοστό. Η μπάλα φθάνει στον σουτέρ της ομάδας που επιτίθεται, ο οποίος σουτάρει για τρεις. Μέσα.
Αυτό το σουτ δεν φέρνει μόνο τη διαφορά στους 11, αλλά διαλύει την ομάδα που θέλει να επιστρέψει στο παιχνίδι και βλέπει την μπάλα σαν το μπαλάκι της ρουλέτας που όχι μόνο την τελευταία στιγμή φεύγει από το νούμερο που θέλει- όταν η ίδια η φυσική θα ήταν ευχαριστημένη και θα είχαν αποδειχθεί οι νόμοι της μένοντας εκεί- και πάει στο διπλανό νούμερο, στο οποίο έχει ποντάρει εκείνος που κάθεται από τα αριστερά σου, ο οποίος έχει χαλαρωμένη τη γραβάτα του, μεγάλη κοιλιά, φυσάει και ξεφυσάει, φτερνίζεται χωρίς να βάλει το χέρι στο στόμα του και γενικώς, επειδή το τραπέζι είναι γεμάτο, δεν μπορεί να αποφύγει το να πιάνει χώρο και στην καρέκλα σου.
Όταν γίνεται τέτοια φάση, το παιχνίδι έχει τελειώσει. Η μόνη φορά στη μνήμη που έχει ανατραπεί μία κατάσταση τόσο μη αναστρέψιμη, μετά από τέτοια φάση, είναι στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του 2007, της Ελλάδας με τη Σλοβενία, με το τρίποντο του Λάκοβιτς που έκανε το σκορ 61-49, με σχεδόν 2,5 λεπτά να απομένουν.
Ασφαλώς, η άνωθεν περιγραφή καταδεικνύει τη μεγαλύτερη υπερβολή. Αλλά ακόμα και σε ένα όχι τόσο παρανοϊκό φόντο, η ομάδα που πετυχαίνει κάτι ανάλογο, είναι εκείνη που νικάει. Σε πολλά σπορ, για να μην φαίνεται ότι μόνο στο μπάσκετ (το οποίο είναι πιο οικείο) συμβαίνει αυτό, μπορεί να γίνει κάτι ανάλογο. Ένα εύκολο βόλεϊ στο τένις που πάει έξω σε break point, ενώ έχει γίνει ένα ράλι 20 συν χτυπημάτων. Μία άμυνα στο πόλο που φαίνεται ότι βγαίνει και την τελευταία στιγμή συμβαίνει ένα λάθος μπλοκ με τον αντίπαλο να σκοράρει στη λήξη του χρόνου. Ένας πόντος στο πινγκ πονγκ, με εκείνον που βρίσκεται πίσω στο σκορ να πιέζει τον αντίπαλο, ο οποίος σε τρία χτυπήματα έχει κατορθώσει να περάσει την μπάλα αν και εκείνη βρίσκει το φιλέ, πριν τελικά αυτός που πιέζει κάνει ένα ανόητο λάθος. Μία ομάδα που έχει τρεις ευκαιρίες στο βόλεϊ να πάει στο 22-20, προερχόμενη από το 22-15 και τελικά δέχεται ένα μπλοκ το οποίο βρίσκει στον παίκτη που καρφώνει την μπάλα και ο οποίος βρίσκεται εκτός γηπέδου. Στο ποδόσφαιρο δεν γίνεται σε τέτοια συχνότητα, κυρίως διότι ο χώρος είναι πολύ μεγάλος για να προκαλέσει τόσο κλειστοφοβικό πανικό. Μπορείς, βέβαια, να θεωρήσεις ότι ανάλογο είναι μία ομάδα η οποία πιέζει για να μειώσει σε 3-2, ενώ έχει ήδη κάνει το 3-1, έχει δοκάρι και το τρώει στην αντεπίθεση.
Και αυτό σου δίνεται η αίσθηση ότι πάντα το παθαίνουν οι ομάδες που υποστηρίζεις και οι αντίπαλες είναι οι τυχερές. Δεν ισχύει, εκτός από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η οποία πάντα καταφέρνει να ισοφαρίζει όταν κυνηγάει στο σκορ ή να είναι εκείνη που αντεπεξέρχεται στην πίεση με έναν μυστήριο τρόπο και βάζει το γκολ που τη διασφαλίζει. Μπορεί και τον Ράφα Ναδάλ, ο οποίος έχει σώσει πολλούς break points με τον τρόπο του, αλλά υπάρχουν κι άλλοι πόντοι- όπως εκείνος του Νόβακ Τζόκοβιτς που θα ήταν της… Αποκαθηλώσεως στο Ρολάν Γκαρός, αλλά ο Σέρβος πέρασε το φιλέ με το κορμί του, κάνοντας τον Ματς Βιλάντερ να πει ότι «δεν έχω δει ποτέ κάτι τέτοιο»- που αναρωτιέσαι μήπως ο Ντόριαν Γκρέι του Όσκαρ Γουάιλντ δεν ήταν απλώς χιούμορ.
256. Η επανάσταση (ή η απόπειρα επανάστασης). Όταν ο Μπόγκνταν Τάνιεβιτς είχε μία πεντάδα στη Στεφανέλ Μιλάνο με πόιντ γκαρντ τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα, σούτινγκ γκαρντ τον Νάντο Τζεντίλε και σμολ φόργουορντ του Γκρεγκόρ Φούτσκα. Όταν ο Ρίνους Μίχελς εφάρμοσε το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο στον Άγιαξ, με τους παίκτες να αλλάζουν θέσεις. Όταν η Αλεξία Καμμένου έπεισε την Αλεξάνδρα Ασημάκη να μείνει στη θέση της φουνταριστής. Ο Ολλανδός πασαδόρος Πέτερ Μπλανζέ. Ο Ντικ Φόσμπερι, για το ύψος. Το πρόγραμμα της Όλγκα Κόρμπουτ στους ασύμμετρους ζυγούς, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 2002. Ο Τόνι Κούκοτς. Ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ. Το χωρίς σέντερ φορ παιχνίδι της Άρσεναλ. Η νίκη της Μπίλι Τζιν Κινγκ επί του Μπομπ Ριγκς στο τένις, το 1973. Η άμυνα με παίκτη λιγότερο, στα ίσια, του Νίκολα Στάμενιτς. Το «Καρέλιν λιφτ». Το 3-6 της Ουγγαρίας στο Γουέμπλεϊ επί της Αγγλίας, στις 25 Νοεμβρίου 1953. Η Ζαλγκίρις Κάουνας στο Final 4 του Μονάχου, το 1999.
Όλα αυτά που παραπέμπουν στο «Εύρηκα». Στα οράματα του Φελίνι. Στα γκρο πλαν του Μπέργκμαν. Ο αθλητισμός δεν εξελίσσεται ούτε προοδεύει από μόνος του. Η σκέψη τον αλλάζει. Όταν ο Νίκολα Στάμενιτς έπαιζε άμυνα με παίκτη λιγότερο… στα ίσια, αυτό ήταν κάτι. Όταν πήγε το 1998 στον Ολυμπιακό, ήταν μία μίνι επανάσταση. Η επανάσταση ενός παιχνιδιού στη χώρα. Όταν οι Γιουγκοσλάβοι κατάπιαν τα αμερικανάκια στον τελικό του Μπουένος Άιρες το 1990, ενώ πριν είχαν χάσει από τους Σοβιετικούς στον ημιτελικό των Ολυμπιακών Αγώνων της Σεούλ και από τους Βραζιλιάνους στους Παναμερικανικούς Αγώνες της Ιντιανάπολις το 1987, ήταν κάτι. Όταν οι Πίστονς πήραν δύο πρωταθλήματα στο ΝΒΑ το 1989 και το 1990 και ανάγκασαν την ομοσπονδία να απαγορεύσει το hand checking, αποδείχθηκε ότι έχει σημασία. Όταν ο Νίκος Γέμελος και ο Σπύρος Γιαννιώτης αποφάσισαν ότι πρέπει να στραφούν στην ανοικτή θάλασσα, δημιούργησαν μία τρόπον τινά επανάσταση, αφού το αρχικά κλειστό κλαμπ άλλαξε. Το ίδιο, όταν ο Αρβίντας Σαμπόνις σούταρε τρίποντα και έδινε πάσες πίσω από την πλάτη, όταν ο Νίκος Γκάλης έφθασε στην Ελλάδα, και, φυσικά, όταν η Εθνική πήρε το Euro του 2004*.
*Αλλά ποιος να το φανταζόταν: το ίδιο το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα δημιούργησε σχολή, όμως επανάσταση δεν έγινε ποτέ. Πάντως, υπήρχαν όλα τα εχέγγυα για να αξιοποιηθεί μία ευκαιρία που δύσκολα θα τη ζήσουμε ξανά.
26. Η μονομαχία του Μοχάμεντ Αλί με τον Τζορτζ Φόρμαν στην Κινσάσα του Ζαΐρ. Από τότε που οι Αμερικάνοι ανακάλυψαν την αξία των ΜΜΕ ως μέσων διασκέδασης, βάζουν κωδικούς σε κάθε μεγάλο αθλητικό γεγονός, τέτοιους που το γεγονός μοιάζει ακόμα μεγαλύτερο. Και δεν είναι μόνο το γεγονός. Είναι πράγματα που συμβαίνουν μέσα σε αυτό ή κάτι που πρόκειται ννα συμβεί για να αξίζει ένα παρατσούκλι. Ο αγώνας μεταξύ των Αλί και Φόρμαν στις 30 Οκτωβρίου του 1974 σίγουρα άξιζε. Και οι δύο κωδικοί, οι οποίοι είναι τόσο αναγνωρίσιμοι ώστε σε κάθε πληκτρολόγηση να δίνουν αποτέλεσμα το ίδιο γεγονός, απλώς αναδεικνύουν τη σημασία του και τον τρόπο με τον οποίο φροντίζουν να αφήνουν το αποτύπωμά του στην ιστορία.
Πρώτα ήταν το «Rumble in the Jungle». Η «Μάχη στη Ζούγκλα», δηλαδή, η οποία έγινε τέτοια από την επιλογή του Ζαΐρ, ως τη χώρα στην οποία θα γινόταν ο αγώνας. Ένα Ζαΐρ πνιγμένο από τη δικτατορία του Μομπούτου. Ο αθλητισμός είναι μία σχετική τέχνη, όπως είναι η μουσική, και για αυτό ταιριάζει παντού. Η ελπίδα που αφήνει σε όλους για ένα καλύτερο μέλλον- σε ανθρώπους που δεν έχουν να φάνε, που έχουν απολυθεί από τη δουλειά τους, που δεν τους επιτρέπεται να βλέπουν τα παιδιά τους- δεν υπάρχει σε καμία άλλη διάσταση τόσο έκδηλη. Οι Ζαϊρινοί να τρέχουν πίσω από τον Αλί στους δρόμους της πόλης και να φωνάζουν «Αλί, Αλί, σκότωσέ τον», με τρόπο που ο ίδιος ο μεγαλύτερος πυγμάχος όλων των εποχών να νιώθει ότι είχε να υπερασπιστεί μία χώρα, μαζί με τον πρωτεύοντα στόχο να πάρει τη ζώνη που του αφαίρεσαν επειδή δεν πήγε στο Βιετνάμ πίσω, ήταν συγκλονιστική, από εκείνες που δεν αντικαθίστανται. Οι Ζαϊρινοί πήραν το μέρος του Αλί, αφού ο ίδιος είχε λιποτακτήσει σε ένα πόλεμο αρνήμενος να πολεμήσει τους Βιετγκόγκ, ενώ ο Φόρμαν έφθασε στο αεροδρόμιο παρέα με ένα λυκόσκυλο, το σήμα κατατεθέν της αστυνομίας στα ανελέητα κυνήγια της με τους Αφρικανούς.
Αυτός ο αγώνας δεν θεωρείται ως ο κορυφαίος όλων των εποχών, μια και υπάρχει το Thrilla in Manilla. Αλλά είναι η ωραιότερη ιστορία όλων των εποχών. Ο Αλί περίμενε πώς και πώς αυτόν τον αγώνα, μόνο που ένα χρόνο πριν ο Φόρμαν διέλυσε τον Τζο Φρέιζερ στον αγώνα του Κίνγκστον, που έφερε την εκπληκτική περιγραφή του Χάουαρντ Κοσέλ. Ο ίδιος ο δημοσιογράφος ήταν πολύ φίλος του Αλί- το αστείο με το περουκίνι ήταν κλασικό τη δεκαετία του ’70. Ήταν ο Κοσέλ που του είπε ότι δεν θεωρεί ότι θα νικήσει τον Φόρμαν, ο οποίος άργησε να φθάσει στο Ζαΐρ, με αποτέλεσμα να αναβληθεί για πρώτη φορά η ημερομηνία του αγώνα, του τελικού για τον παγκόσμιο τίτλο στα βαρέα βάρη. Ο πολυμήχανος μάνατζερ Ντον Κινγκ- ο οποίος το 2008 στη διάρκεια του US Open πρωταγωνίστησε σε μία κοινή συνέντευξη Τύπου των Ναδάλ και Φέντερερ, σηκώνοντας τα χέρια τους σαν τον πυγμάχων, μόνο που δεν του έκατσε το τρικ: ο Μάρεϊ νίκησε στον ημιτελικό τον Ναδάλ και το ραντεβού δεν έγινε τότε, αλλά ούτε και την επόμενη πενταετία- είχε φτιάξει όλο το διαφημιστικό κόνσεπτ σε μία μάχη που αφορούσε στον πιο δολοφονικό πυγμάχο εκείνων των καιρών και στον ξεπεσμένο πρωταθλητή, το αθλητικό σύμβολο αντίστασης των μαύρων, τον λιποτάκτη του Βιετνάμ που πια ήταν 32 ετών και πολύ μεγάλος για να υπερασπιστεί τον τίτλο του. Ό,τι έγινε στο Ζαΐρ ήταν η επιστροφή ενός τεράστιου πυγμάχου στην κορυφή, με τρόπο που δεν υποψιαζόταν κανείς.
Ο δεύτερος κωδικός αφορά στον ίδιο τον αγώνα της Κινσάσα. Ήταν το λεγόμενο Rope a Dope. Ο Αλί έπαιξε το παιχνίδι πριν την αναμέτρηση, όπως μόνο εκείνος ήξερε και ουδείς άλλος μπόρεσε να κάνει με παρόμοιο στυλ, φτιάχνοντας στιχάκια, κάνοντας τον Κινγκ Κονγκ, δίκην μίμησης του αντίπαλού του, παρουσιάζοντας μία κατάσταση στην οποία εκείνος θα κινούνταν στο ρινγκ και ο Φόρμαν θα προσπαθούσε εις μάτην να τον πιάσει. Ο Αλί τόνισε ότι ο Φόρμαν δεν θα τον έβλεπε καν να κινείται, αλλά σε αυτήν την περίπτωση βρέθηκε απέναντι σε ένα τείχος από αμφισβητίες, το οποίο δεν πίστευε ότι μπορούσε πια να χορεύει σαν πεταλούδα και να πετάει σαν μέλισσα. Όσο ο τέως Κάσιους Κλέι το έβλεπε αυτό, τόσο φώναζε, μιλούσε για εκπλήξεις που ο αντίπαλός του δεν θα μπορούσε να τις δει. Και όσο πιο πολύ το έκανε, τόσο περισσότερο ο Φόρμαν έμενε στη σιωπή και οι αμφισβητίες πλήθαιναν, βλέποντας τον νεαρό πυγμάχο στην καλύτερη κατάσταση της καριέρας του.
Την τακτική που υποσχέθηκε και που στα πρώιμα χρόνια του έκανε θραύση, ο Αλί την ακολούθησε ένα γύρο πριν κάτι ψιλά. Στο τελευταίο μισό λεπτό του πρώτου γύρου έμεινε στα σκοινιά του ρινγκ, με τον Φόρμαν να τον γρονθοκοπά και εκείνος να απαντάει με μπουνιές που μόνο οι ιαχές του κόσμου πολλαπλασίαζαν τη σημασία τους. Έκτοτε και για επτά γύρους ο Αλί μόνο λίγες φορές δεν έβρισκε στα σκοινιά τον εαυτό του. Το γυμναστήριο είχε σαστίσει, οι προπονητές του τού φώναζαν να φύγει από εκεί, ο ίδιος έμενε εκεί. Ο Φόρμαν τον χτυπούσε στο κορμί, με τη λογική ότι αρχίζεις από το κορμί και το υπόλοιπο σώμα πέφτει. Ο Αλί δεν σταμάτησε να τον προκαλεί στο ρινγκ και ο Φόρμαν είχε ήδη αρχίζει να κουράζεται στον τέταρτο γύρο. Ήταν σαν να μιμείται τις μιμήσεις του Αλί προς το πρόσωπό του. Αυτή η μηχανή καταστροφής πολύ γρήγορα είχε αρχίσει να κουράζεται. «Ήταν σαν να χτυπάει τον εαυτό του», είπε μετά τη λήξη του αγώνα ο πρωταθλητής. Ενός αγώνα που κράτησε 8 γύρους παρά 11 δευτερόλεπτα, όταν ο Αλί βρήκε μπόσικο τον Φόρμαν, που έμοιαζε να κάνει ένα μικρό διάλειμμα από τις γροθιές του, έφυγε από τη θέση του και τον έριξε κάτω.
Έχουμε αυτήν την ιστορία και μπορούμε να εκτιμήσουμε τον δείκτη δυσκολίας της. Αλλά όσο και να το κάνουμε, μένει κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ουσιαστικά πόσο θριαμβευτικό είναι. Δεν ήταν άγιος ο Αλί: για να διαφημίσει τον εαυτό του δεν δίστασε να γκρεμίσει σχέσεις όπως εκείνη με τον Τζο Φρέιζερ, ο οποίος στάθηκε δίπλα του με τρόπο που δεν το έκανε ο καλύτερος φίλος του. Όμως 4 χρόνια μακριά από τους μεγάλους αγώνες- εξορίστηκε το 1967 και δεν έκανε αγώνα μέχρι τα τέλη του 1970, χάνοντας έναν τελικό από τον Φρέιζερ στο «Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν» το 1971 από τον «Smokin Joe»- επειδή αρνήθηκε να πάει στον πόλεμο, όχι οποιαδήποτε χρόνια, αλλά αυτά από τα 25 έως τα 29, μπορούν πολύ άνετα να προκαλέσουν την κατάρρευση. Επτά χρόνια μακριά από έναν τίτλο που του αφαίρεσαν, τον βρήκαν να τον κερδίζει με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι ο καθένας θα μπορούσε να φανταστεί, διότι ο Κάσιους Κλέι από το Ιλινόι ήταν μία σπάνια ιδιοφυΐα και έζησε μία ζωή γεμάτη σε όλους τους τομείς. Το Πάρκινσον είναι η τιμωρία για την αλαζονεία του, αλλά στην πραγματικότητα ο θρύλος του δεν συγκρίνεται με κανενός άλλου πυγμάχου- ο Τζο Λούις έρχεται δεύτερος- και κανενός άλλου αθλητή. Η επιστροφή του ήταν ένα από τα σπουδαιότερα ανδραγαθήματα από την εποχή του Ομήρου. Ο Αλί ήταν ο μόνος αθλητής- ακολουθεί ο Μάικλ Φελπς και ο Νίκος Γκάλης για την Ελλάδα- που δικαιούται να θεωρεί ότι εκείνη τη βραδιά της 30ης Οκτωβρίου στην Κινσάσα ήταν μεγαλύτερος από το άθλημα. Μεγαλύτερος από τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Μεγαλύτερος από τη ζωή.
269. Ένα γκολ του Μαϊκόν με την Ίντερ κόντρα στη Γιουβέντους. Μία εξαίρεση: ας μην περιγραφεί η φράση βάσει μνήμης, αλλά μέσα από το βίντεο που, την ώρα που οι επόμενες λέξεις γράφονται, το play και το pause στο Youtube* θα ζουν τα δικά τους λεπτά διασημότητας.
*Υπάρχει αυτή η ευχέρεια, να μπορείς να δεις ένα γκολ στο βίντεο ή εν πάση περιπτώσει να το ψάξεις. Αν ήταν μέσω μνήμης, η περιγραφή θα ήταν πολύ περισσότερο γοητευτική, έστω κι αν δεν ήταν τόσο… αληθής. Μέσα από την περιγραφή γεννάς φιλάθλους, παιδιά τα οποία καταρρακωμένα από την απόρριψη της συμμαθήτριάς τους στην έκτη δημοτικού, από την παρατήρηση του δασκάλου που έκανε τους συμμαθητές να σκάσουν στα γέλια, πέφτουν στην αγκαλιά της μπάλας, η οποία είναι φιλόξενη. Στην πρεμιέρα του Μουντιάλ του 1990 έβαλα ένα πολύ αστείο αυτογκόλ και οι συμπαίκτες μου δεν έπαψαν να με μαλώνουν έως τη στιγμή που έφυγα από το σχολείο: πήγα στο σπίτι και το βραδάκι είδα την Αργεντινή να χάνει από το Καμερούν, κάτι που με βύθισε στο κλάμα. Αλλά όλα ήταν τόσο ξεκάθαρα: θεωρούσα, σε όλη τη χρονική απόσταση από το τέλος του δικού μας πολύ σημαντικού ματς έως την πρεμιέρα, ότι η έναρξη του Μουντιάλ θα συγχωρέσει την αμαρτία μου. Η μνήμη αγιοποιεί τις εικόνες, αλλά ακόμα και μία περιγραφή του γκολ του Μαϊκόν μέσω μνήμης δεν ξέρω αν θα ήταν πιο όμορφη από αυτό που όντως συνέβη.
Η εκτέλεση φάουλ του Γουέσλι Σνάιντερ από τα δεξιά, παράλληλα με τη γραμμή του άουτ, φέρνει μποτιλιάρισμα και καραμπόλες, κάτι όχι ασυνήθιστο για την άμυνα της Γιουβέντους από πάντα (η αγιοποίηση της ιταλικής άμυνας κυρίως της Γιουβέντους δεν σημαίνει ότι οι γκάφες αποφεύγονταν: ίσα ίσα που υπήρχαν, απλώς με κάποιον τρόπο δεν μετουσιώνονταν σε γκολ) και μία απόκρουση του Φελίπε Μέλο κάνει την μπάλα να πάρει πολύ ύψος και να διαγράψει μία ψηλοκρεμαστή τροχιά, αν και την αιτία θα μπορούσε να εξηγήσει μόνο ένας φυσικός: πάει προς τα δεξιά, εκεί που περιμένει ο Μαϊκόν Ντάγκλας Σισενάντο, ο οποίος είναι ο καλύτερος δεξιός αμυντικός του κόσμου, εκείνη τη στιγμή και εκείνη τη μέρα. Ελάχιστα είναι τα χρονικά διαστήματα, τον τελευταίο μισό αιώνα, που οι καλύτεροι ακραίοι μπακ του κόσμου δεν είναι Βραζιλιάνοι. Η Βραζιλία μπορεί να χάνει τη μάχη των δεκαριών και να μην διεκδικεί καν, εδώ και πολλά χρόνια, τον κορυφαίο παίκτη στον κόσμο, αλλά έχει πλεόνασμα σε πρωτιές στον καλύτερο δεξιό μπακ. Ο δεύτερος καλύτερος, εκείνη τη μέρα, είναι επίσης Βραζιλιάνος, λέγεται Ντάνιελ Άλβες και παίζει στην Μπαρτσελόνα.
Ο Μαϊκόν υποδέχεται την μπάλα με το γόνατο και με το κοντρόλ τη στέλνει λίγο δεξιά: θα ήταν δόκιμο να πούμε ότι του «φεύγει», αλλά είναι ο Μαϊκόν, είναι Βραζιλιάνος, θέλει και κάνει ό,τι κάνει. Αμυνόμενος της Γιουβέντους βγαίνει από την άμυνα με την ιαχή «αέρααααααααα» να ηλεκτρίζει το μυαλό του και πηδάει πάνω στην μπάλα, περισσότερο για να φοβίσει τον παίκτη της Ίντερ. Είναι προσεκτικός και δεν απλώνει πόδι, παρά πάει με το σώμα. Ο Μαϊκόν του κάνει σομπρέρο και φέρνει την μπάλα στην ευθεία με το κορμί του. Μετά ξανακάνει κοντρόλ με το γόνατο και την φέρνει ξανά προς τα δεξιά, μόνο που η διαφορά είναι το γκελ: ας πούμε ότι στο πρώτο κοντρόλ η μπάλα διαγράφει την τροχιά του περιγράμματος ενός σωλήνα, ενώ στο δεύτερο την τροχιά του περιγράμματος ενός μισοφέγγαρου. Ο Μαϊκόν τώρα οριζοντιώνει ελαφρώς το κορμί του, στο ένα τρίτο ενός καρατέκα που δίνει μία κλωτσιά σε ορθή γωνία και βρίσκει την μπάλα σε μισό χρόνο. Το σουτ είναι διαγώνιο και άπιαστο και η Ίντερ προηγείται 1-0 στο 75’. Από τη στιγμή που η μπάλα φεύγει από το πόδι του Σνάιντερ έχουν περάσει 353 λέξεις και μόλις 8 δευτερόλεπτα.
Τώρα, αυτή η σκηνή σε μία μουντιαλική χρονιά φέρνει το βραζιλιάνικο άρωμα ενός Παγκόσμιου Κυπέλλου. Στο επόμενο μέρος της σειράς ίσως να μπουν σε μία λίστα, ένα από αυτά τα υπέροχα τοπ 5 που δόξασε ο Νικ Χόρνμπι στο High Fidelity, τα αισθητικά ισοδύναμά της.
79. Όταν η Ουγγαρία πήγε στο Λονδίνο για να παίξει απέναντι στην εθνική Αγγλίας, στις 25 Νοεμβρίου του 1953, οι Άγγλοι κρατούσαν γερά το τελευταίο οχυρό τους: δεν είχαν χάσει ποτέ από εθνική ομάδα άλλη πλην εκείνες του Νησιού στην έδρα τους. Κατασκοπεία δεν υπήρχε, παρ’ όλα αυτά οι Άγγλοι ήξεραν το μόνο πράγμα που έπρεπε να τους φοβίζει: ότι οι Ούγγροι είχαν να χάσουν παιχνίδι από το 1950. Έμοιαζαν σίγουροι ότι θα ήταν εκείνοι που θα τους έσπαζαν το αήττητο, αφού τρία χρόνια δεν είναι τίποτα μπροστά στη φαντασμαγορία του αιώνιου αήττητου του Ναού τους.
Εκείνο το 3-6 στο Γουέμπλεϊ, με το τσίμπημα-πάτημα-σουτ του Φέρεντς Πούσκας πάνω στον θρυλικό Μπίλι Ράιτ*, είναι ένα από τα σημαντικότερα ποδοσφαιρικά παιχνίδια που έχουν γίνει ποτέ. Με την αρχέγονη έννοια της σημασίας, δηλαδή με την επίγνωση ότι στο τέλος του ματς έχει αλλάξει η κοσμοθεωρία.
*Είναι φοβερό: ένας θρύλος του αγγλικού ποδοσφαίρου, ένας εύπατρης, με πελώρια καριέρα στους Γουλβς, οι οποίοι εξαιτίας του έχουν ένα ιστορικό άρωμα, με άγαλμα έξω από το Μολινό, με 105 συμμετοχές στην εθνική Αγγλίας εκ των οποίων οι 90 ως αρχηγός και οι περισσότεροι εκτός Νησιού τον θυμούνται για την ντρίμπλα που έφαγε από τον Πάντσο.
Όπως το Βραζιλία-Ουρουγουάη 1-2 το 1950, όπως το Ολλανδία-Βραζιλία 2-0 το 1974, όπως το Μπενφίκα-Ρεάλ Μαδρίτης 5-3 το 1962, σαν το Βραζιλία-Ιταλία 4-1 το 1970, το Ίντερ-Μπενφίκα 1-0 το 1964, το Αγιαξ-Μπάγερν 4-0 το 1973, το Δυτική Γερμανία-Ουγγαρία 3-2 το 1954, το Μπάγερν-Μπαρτσελόνα 4-0 πέρυσι, το Δυτική Γερμανία-Ολλανδία 2-1 το 1974, για να αναφερθούν κάποια από τα παιχνίδια που άλλαξαν τον ρου του ποδοσφαιρικού κόσμου. Η Ουγγαρία έδωσε ένα μάθημα στην παρωχημένη Αγγλία, συνέτριψε τις πεποιθήσεις της, την έκανε να μοιάζει με ξεπεσμένη ηθοποιό στα τελευταία της: αυτό το ματς ήταν το πρωτότοκο, με το δευτερότοκο, το 7-1 στη Βουδαπέστη τον Φεβρουάριο του 1954, να κρύβει την ουσία του στη θέση της Ουγγαρίας στο παγκόσμιο στερέωμα. Στη φράση, «βασίλισσα χωρίς στέμμα», αυτά τα δύο ματς είχαν ήδη γράψει τη λέξη «βασίλισσα».
417. Το κοντρόλ του Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ. Στον κόσμο του ίντερνετ όλα μπορούν να συμβούν. Για την ακρίβεια, το ίδιο το ίντερνετ κάνει εκείνα τα πράγματα που αποκαλείς όλα να υπάρχουν και για αυτό βγάζεις το συμπέρασμα ότι μπορεί να συμβούν. Ας πούμε, ένα κοντρόλ του Μπερμπάτοφ σε ένα ματς της Φούλαμ.
Δεν έχει σημασία ποιο είναι το ματς. Ας πούμε ότι το έβλεπες ζωντανά. Υπάρχει μία αλλαγή πλευράς με μπαλιά η οποία καταλήγει στον Μπερμπάτοφ, που κοντρολάρει την μπάλα σαν να του έρχεται στα πόδια μια μπαλιά συρτή και πλασαριστή. Πέρα από το γεγονός ότι υπάρχει τέχνη αναμφισβήτητη στην ικανότητα του Βούλγαρου να σταματήσει μαλακά την μπάλα, μία κίνηση η οποία έχει προκύψει από ένα παιδικό όνειρο, ο Μπερμπάτοφ δεν αρχίζει να τρέχει με εκείνη στα πόδια αλλά περπατάει, ίσως για να δώσει κάποια δευτερόλεπτα στον κόσμο να εκτιμήσει αυτό το δυνητικό διαμάντι που μεταφέρεται για να φυλαχθεί στο Ποδοσφαιρικό Μουσείο. Ο Μπερμπάτοφ ήταν πάντα ένας τέτοιος ποδοσφαιριστής, ένας παίκτης που, σε μία εικονική πραγματικότητα με το ποδόσφαιρο να είναι η κοινωνία, φαντάζεσαι να έχει μία ντουλάπα με πουκάμισα sur mesure, ραμμένα πάνω του και πρώτης διαλογής. Τέτοιες φωτογραφίες όπως αυτή με το τσιγάρο στο στόμα δίνουν πόντους στην άνωθεν αίσθηση. Έχει κάτι το πολύ κομψό μία τέτοια σκηνή και όταν πρόκειται για αρτίστα είσαι πρόθυμος ακόμα και να τον συμπονέσεις.
Κάθε Σαββατοκύριακο στην Ευρώπη γίνονται τα πάντα: μπορείς να περάσεις μισή ντουζίνα ώρες στον υπολογιστή σου, μην κάνοντας κάτι άλλο από το να βλέπεις στιγμιότυπα από τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Παντού συμβαίνει κάτι ξεχωριστό. Το ποδόσφαιρο βρίσκεται στην καλύτερη εποχή του, απομακρυσμένο από τους πιονέρους του που το έφεραν σε αυτήν τη διάσταση. Αλλά ακόμα και αυτήν την εποχή που καλύπτεται η κάθε στιγμή, έχει τύχει να δεις 50 ματς στα οποία έγινε μία απίστευτη ενέργεια η οποία δεν κατέληξε πουθενά. Περιμένεις το ριπλέι της φάσης ενός κοντρόλ* και όμως δεν υπάρχει χρόνος για να το δείξει ξανά ή δεν το θεώρησαν σημαντικό. Μένει στο μυαλό σου η αίσθηση ότι έγινε ένα θαύμα, που σου είναι αδύνατον να το περιγράψεις όπως έγινε. Είσαι ένας αγαθός Πίτερ Παν, που φαντάζεται το φαγητό και αυτό δημιουργείται. Δύσκολα κάτι που δεν πρόκειται να ξαναβρείς στον δρόμο σου- εκτός κι αν είσαι λεπτολόγος για να το ψάχνεις μέσα σε ένα παιχνίδι- δεν διογκώνεται στο μυαλό σου. Και δεν είναι καν θέμα ικανοτήτων, παρά, περισσότερο, θέμα εξιδανίκευσης.
*Έκανε ένα απίστευτο κοντρόλ ο Σιόβας στο παιχνίδι με την Άντερλεχτ: είναι αλήθεια, δεν είναι σάτιρα ή ειρωνεία· η μπάλα ήρθε από ψηλά, κατέβηκε εν είδει ελεύθερης πτώσης και ο Σιόβας τη σταμάτησε ανάμεσα σε δύο αμυνόμενους της Άντερλεχτ, κάτι αληθινά υπέροχο, αλλά δεν το έδειξε ξανά η τηλεόραση. Ζούμε σε μία εποχή κατά την οποία αυτό δεν είναι, καν, ανεκτό, παρ’ όλα αυτά έχει κάτι από μία υπέροχη παλιά κυριακάτικη μυρωδιά φαγητού, όταν στο ραδιόφωνο ακούσαμε τη νίκη της Νάπολι επί της Μίλαν, που έδωσε το πρωτάθλημα στην ομάδα του Μαραντόνα και όταν η τηλεόραση ήταν ακόμα προνόμιο.
Ο Μπερμπάτοφ σταμάτησε την μπάλα και περπάτησε. Έδωσε στον κόσμο τη δυνατότητα να εκτιμήσει το γεγονός ενός ποδοσφαιρικού δρώμενου που ήταν, εκείνη τη στιγμή, ασύλληπτο. Λίγες ώρες μετά, στο ίντερνετ εμφανίστηκε μία σελίδα η οποία έδειχνε και ξανάδειχνε την μπαλιά στον Βούλγαρο και το κοντρόλ του. Δεν είναι βίντεο, αλλά δεν είναι φωτογραφία. Είναι μία εξελιγμένη διάθεση γεγονότος, μία μικρή σκηνή από ταινία (ας πούμε, η σκηνή στην Αρπαχτή που ο Άιβι παίρνει το αεροπλάνο για να πάει στο Λονδίνο, ένα σφηνάκι, μία σφραγίδα από εισιτήριο, ένα διάνυσμα αποτυπωμένο στο σχήμα μίας ημισέληνου) αν αυτή παιζόταν ξανά και ξανά.
324. Ο ΛεΜπρόν Τζέιμς και ο στόχος των Χιτ. Έψαχνα χρόνια έναν λόγο για να συμπαθήσω τον πιο διαφημισμένο παίκτη στην ιστορία του μπάσκετ πριν καν πάρει πρωτάθλημα (δεν φταίει ο ίδιος που βρέθηκε στην εποχή της ανηλεούς πληροφόρησης), διότι το βασικό πρόβλημα με τον Τζέιμς σε ό,τι αφορούσε το μυαλό μου- κάτι που προφανώς δεν τον ενοχλεί να πιει τον μακιάτο του μέσα στο αεροπλάνο με προορισμό το Μπρούκλιν, βλέποντας τον τελευταίο κύκλο του Breaking Bad σε ένα Ipad που του μιλάς και λειτουργεί- ήταν η δυσκαμψία του. Ο ΛεΜπρόν δεν είχε στο παιχνίδι του την αρμονία του Τζόρνταν και του Κόμπε, που και οι δύο ήταν σημεία αναφοράς, όμως εδώ πρόκειται για έναν παίκτη που ηγείται της πιο εντυπωσιακά συναρμολογούμενης επίθεσης του ΝΒΑ.
Ο ΛεΜπρόν, σιγά σιγά, αλλάζει τον ορισμό περί ηγεσίας. Σαν μηχανικός φτιάχνει κομμάτι κομμάτι, από τα θεμέλιά του, την επίθεση των Μαϊάμι Χιτ, κάνοντας ό,τι πολύ παλιά ο Μπιλ Ράσελ: εκμεταλλευόμενος τις όποιες αρετές έχουν οι συμπαίκτες τους. Το μπάσκετ των Χιτ είναι καίριο και απλό και μπορεί να έχει τον τίτλο «picking spots», δηλαδή παίκτες που διαλέγουν θέσεις και που δημιουργούν τις καταστάσεις τους από εκεί. Παρά τον πρόσφατο εκνευρισμό μεταξύ του ΛεΜπρόν και του Τσάλμερς σε ένα πρόσφατο παιχνίδι, οι παίκτες του Έρικ Σποέλστρα είναι ευτυχισμένοι στο Μαϊάμι, και πώς να μην είναι όταν ο ΛεΜπρόν Τζέιμς είναι πόιντ φόργουορντ της ομάδας, όχι μόνο από άμυνα σε επίθεση, αλλά στην ίδια επίθεση ή στην ίδια άμυνα. Είναι ένας διαφορετικός ηγέτης και ακολούθησε τον δρόμο του, να νικάει μαζί με τους συμπαίκτες του από το να τους αφήνει έξω από το κόλπο, όπως έκανε ο Τζόρνταν ή ο Κόμπε, στα κρίσιμα σημεία. Τα δημοσιεύματα που περίμεναν να βάζει 40 πόντους στα κρίσιμα ματς ο ΛεΜπρόν τα έλαβε υπ’ όψιν του μόνο για να βάλει το κεφάλι κάτω και να δουλέψει τον τρόπο του. Είναι ένας επιστήμονας που δουλεύει μία νέα εφεύρεση. Όταν φύγει από τους Χιτ, το μπάσκετ θα έχει αλλάξει ξανά στον τρόπο που παίζεται και θα του οφείλεται ένα μεγάλο μέρος της κατασκευής του νέου τρόπου.
Φέτος οι Χιτ αντιμετωπίζουν μία μεγάλη πρόκληση. Δεν είναι μόνο το three-peat, όσο το να αποκλείσουν πειστικά τους Πέισερς. Η Ιντιάνα είναι η ομάδα που αμφισβητεί το Μαϊάμι, επειδή κυρίως έχει τον παίκτη που καμία άλλη ομάδα, ούτε οι Χιτ, διαθέτει: τον πανύψηλο σέντερ Ρόι Χίμπερτ, ο οποίος είναι ο κορυφαίος σέντερ στο ΝΒΑ. Το Μαϊάμι δουλεύει το παιχνίδι του ώστε στους τελικούς της Ανατολής να είναι προετοιμασμένο να παίξει κόντρα στον Χίμπερτ, ως ομάδα. Να εκπονηθεί ένα σαφές πλάνο για την αντιμετώπιση ενός ψηλού που δεν είναι ο Ολάζουον, αλλά είναι efficient, που λένε στις ΗΠΑ, σε άμυνα και επίθεση με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή καταλύτης. Οι Πέισερς- με το μάτι του Λάρι Μπερντ να λειτουργεί το καλοκαίρι- έχουν μία πλήρη ομάδα, ένα δυνατό πάγκο, και ήδη έχουν χωρέσει στο σχήμα τον Ντάνι Γκρέιντζερ. Ο ΛεΜπρόν ξέρει ότι ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση από τους τελικούς του ΝΒΑ είναι οι τελικοί της Ανατολής. Και μπορεί να μη μοιάζει με τον Τζόρνταν, αλλά ο παρονομαστής για τον Τζέιμς περιέχει τη λέξη «θύματα». Ομάδες, δηλαδή, που έφθασαν πανίσχυρες στο τετ α τετ με τους πρωταθλητές, αλλά και πάλι έφυγαν με την ουρά στα σκέλια και ένα κάρο ψυχολογικά προβλήματα που λειτούργησαν για χρόνια μετά. Οι Πέισερς μοιάζουν πολύ καλοί για να πέσουν στην παγίδα που είχαν πέσει οι Τζαζ ή οι Νικς και οι Κινγκς ή οι Σανς, αλλά στο μπάσκετ όλα αλλάζουν από ένα λάθος πάτημα, ένα γλίστρημα.
83. Από τους Ναπολιτάνους δύο καταστάσεις δεν μπορείς να αφαιρέσεις: τον ακραιφνή θυμό και τον ατέρμονο ενθουσιασμό. Μία από τις κορυφαίες αθλητικές ιστορίες όλων των εποχών συνέβη στη Νάπολη την περίοδο 1986-87, όταν η Νάπολι πήγαινε για το πρωτάθλημα στην Ιταλία. Στην πραγματικότητα δεν ήταν μία, αλλά δύο ιστορίες, μόνο που ήταν αθροιστικές αντί για αλυσιδωτές.
Καταλάβαινες ήδη ότι κάτι συνέβαινε από το 1984, όταν οι Ναπολιτάνοι απέκτησαν τον Μαραντόνα. Το ποδόσφαιρο ήταν ήδη επαγγελματικό, αλλά όχι τόσο ώστε να έχει φτάσει στο πικ των αναπτυξιακών δυνατοτήτων του. Ήταν στην αρχή του, μόλις 14 χρόνια πριν η ομάδα που είχε κατακτήσει το Μουντιάλ, δηλαδή η Βραζιλία, είχε συγκλονίσει τον κόσμο με την ομορφιά του παιχνιδιού της. Και λίγα χρόνι α μετά, βγήκε ο Μαραντόνα.
Η Νάπολη δεν περίμενε να λατρέψει τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα την περίοδο 1986-87, όταν η ομάδα της πόλης πήγαινε για πρωτάθλημα. Τον λάτρεψε από την πρώτη μέρα, από τότε που μπήκε στο γεμάτο Σαν Πάολο και έκανε τα μαγικά του. Το 1984 η Νάπολι τον απέκτησε από την Μπαρτσελόνα, με κύριο στόχο της διοίκησης της καταλανικής ομάδας να τον δώσει σε έναν αντίπαλο ο οποίος δεν θα βρισκόταν στην εμβέλεια ανταγωνισμού της. Ο Μαραντόνα είχε φύγει από την Καταλονία εξοργισμένος με τη διοίκηση των «μπλαουγκράνα» (έστω κι αν είχε εύκολο τον θυμό ο «Ντίες») και στη Νάπολη οι γαλάζιοι δεν βρήκαν απλώς τον καλύτερο παίκτη στον κόσμο, αλλά και το σύμβολο της ταξικής και γεωγραφικής αντιπολίτευσης προς τον εύφορο ιταλικό βορρά.
Τη σεζόν 1986-87 η Νάπολι του Μαραντόνα, με μόνη ποιοτική βοήθεια τον Ιταλό επιθετικό Αντρέα Καρνεβάλε, όδευε για το πρωτάθλημα και στο ντέρμπι του πρώτου γύρου, στο Μιλάνο, οι οπαδοί της Μίλαν είχαν αναρτήσει ένα άκρως ρατσιστικό πανό για να πικάρουν τους Ναπολιτάνους, το οποίο έγραφε: «Άπλυτοι Ναπολιτάνοι έχετε νερό». Για τον ιταλικό Νότο, τη Σικελία και τη Σαρδηνία, οι εποχές και οι καταστάσεις ήταν πάντα δύσκολες και η πενία βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Δεν είναι τυχαίες εκείνες οι εκθέσεις μαθητών του δημοτικού που δημοσιεύσε ο δάσκαλος Μαρτσέλο ντ' Όρτα.
Οι φίλαθλοι της Νάπολι δεν το ξέχασαν αυτό. Στον δεύτερο γύρο περίμενε τους «ροσονέρι», σε ένα ματς που επίσης έδειχνε η ιταλική τηλεόραση, μία πληρωμένη απάντηση: «Δεν θέλουμε νερό. Έχουμε τον Μαραντόνα». Η Νάπολι πήγαινε για το πρωτάθλημα και σε ένα Σαν Πάολο που κόχλαζε, το κατέκτησε. Ο Μαραντόνα δεν το είχε ανάγκη το πρωτάθλημα για να λατρευτεί από έναν λαό που τον στήριξε ακόμα και όταν καταφέρθηκε εναντίον των Ιταλών (μία ιστορία που προορίζεται για άλλη ενότητα), αλλά η Νάπολι μπήκε για τα καλά στο μάτι των βόρειων ομάδων, άσε που το ξανάκανε, το 1990, λίγο πριν το Μουντιάλ.
Η Νάπολι εξασφάλισε το πρωτάθλημα από την προτελευταία αγωνιστική, όταν με την ισοπαλία της με σκορ 1-1 στη Φλωρεντία με τη Φιορεντίνα και, ταυτοχρόνως, με την ισοπαλία της Γιουβέντους στη Βερόνα, έφθασε στους 41 βαθμούς, ενώ η Γιουβέντους έμεινε στους 37. Με την Άσκολι το αποτέλεσμα δεν είχε σημασία και από την αρχή ως το τέλος, όταν και μπήκαν οι Ναπολιτάνοι στο γήπεδο για να αποθεώσουν τους παίκτες, να σηκώσουν το τρόπαιο του πρωταθλητή, αλλόφρονες όσο κάποιος μπορεί να τους φανταστεί, έχοντας την επίγνωση για το τι συμβαίνει στο Σαν Πάολο σε όλα, ανεξαιρέτως, τα παιχνίδια της ομάδας. Όταν το γλέντι τελείωσε, οι Ναπολιτάνοι δεν τελείωσαν τη δική τους δουλειά. Μερικοί τρελοί οπαδοί της ομάδας πήγαν στο νεκροταφείο της πόλης και έγραψαν στους τοίχους του με σπρέι: «Δεν ξέρετε τι χάσατε».
131. Η Boxing Day. Το ποδόσφαιρο- και, γενικώς, ο αθλητισμός- πρέπει να παίζεται στις αργίες. Είναι ο σεβασμός προς το κοινό, που αν δεν υπήρχε η δόξα του παιχνιδιού δεν θα είχε καμία σημασία, δεν θα είχε ήρωες και αποδιοπομπαίους. Ο κόσμος μπορεί να βρίσκει μοναδική ευκαιρία να πηγαίνει στο γήπεδο όταν δεν έχει δουλειές. Ο αθλητισμός είναι η απόλυτη ψυχαγωγία και αυτό σημαίνει ότι το χρέος του είναι, πρωτίστως, κοινωνικό: να μπορούν οι οικογένειες να πηγαίνουν στα γήπεδα και να παρακολουθούν παιχνίδια τις χρονιάρες μέρες, προκειμένου τα παιδιά να βιώσουν το παιχνίδι σαν κάτι ιδανικό (ιδανικότερο από αυτό που έχουν στο μυαλό τους) ώστε να τα απορροφήσει το ίδιο το παιχνίδι. Στην Αγγλία, βεβαίως, δεν το συζητάμε, παίζουν ποδόσφαιρο κάθε πιθανή αργία. Οι Αργίες υπάρχουν και μία ολόκληρη παραγωγική διαδικασία κάνει την εμφάνισή της: οι παμπ που γεμίζουν, οι τελευταίες αγορές σε κασκόλ και φανέλες, οι βόλτες και το φαγητό στα εστιατόρια των γηπέδων. Προφανώς, το κερασάκι στην τούρτα είναι η Boxing Day, η αγωνιστική της 26ης Δεκεμβρίου, η οποία είναι η πιο παραδοσιακή αγωνιστική στην ιστορία του ποδοσφαίρου, η μόνη που γίνεται με βάση την ημερομηνία. Οι Άγγλοι παίζουν, χωρίς πρόβλημα και ιδιαιτέρως αυτήν την ημερομηνία όλος ο κόσμος ευχαριστιέται το κορυφαίο πρωτάθλημά του, με την ιδεατή τηλεοπτική κάλυψη, την επιθετική φιλοσοφία και τα γεμάτα γήπεδα. Ένας αληθινός χριστουγεννιάτικος παράδεισος και μία διασκέδαση που δεν σε κάνει να αιμορραγείς, ούτε χρησιμοποιεί τον ψυχαναγκασμό για να σε πλησιάσει.
379. Το έκτο άλμα. Πριν πέσει το ρεμίξ της. Μυσιρλού στο «Pulp Fiction», ο Τιμ Ροθ και η Αμάντα Πλάμερ δίνουν ένα φιλάκι και μετά βγάζουν τις πιστόλες. Πριν η Χάνι Μπάνι ουρλιάξει, ο Πάμπκιν λέει: «Everybody cool, this is a robbery».
Το έκτο άλμα στο μήκος και στο τριπλούν στον στίβο είναι η Μεγάλη Ληστεία. Αλλά δεν είναι συναρπαστικό, μόνο, όταν συμβαίνει. Είναι ενθουσιώδες ακόμα και να μη συμβεί. Είναι ένα κλασικό παράδειγμα για όλες τις όμορφες καταστάσεις που ζούμε: η σκέψη της κατάστασης είναι καλύτερη από την ίδια.
Ένας άλτης παίρνει προβάδισμα στο τέταρτο άλμα του και ένας άλλος άλτης είναι 5 εκατοστά πίσω του. Στο μήκος και στο τριπλούν άλμα που περνάει δεν ξαναπερνάει. Τα 5 εκατοστά είναι μεγάλη διαφορά επειδή όλα είναι σαν να συμβαίνουν από την αρχή. Κάθε άλμα είναι ως μη γενόμενο, παρ' όλα αυτά εκείνη ακριβώς η μικρή διαφορά είναι που δημιουργεί το σκηνικό για τη σπουδαιότητα του έκτου άλματος. Στο τέλος, ο άλτης που κυνηγάει έχει ακόμα μία προσπάθεια. Τότε ξεκινούν όλα. Να πάρει τη θέση του στον διάδρομο, να φυσήξει και να ξεφυσήξει, να ζητήσει τη βοήθεια του κόσμου, να σηκώσει τα χέρια ψηλά για να ζητήσει το χειροκρότημα. Ο κόσμος χειροκροτεί και αυτό κάνει τον αθλητή κέντρο του και τα χειροκροτήματα δίνουν ρυθμό στο τρέξιμό του, τη φορά, που όσο περνούν οι στιγμές που βρίσκεται ήδη στην προσπάθεια, τόσο εντονότερο γίνεται. Ο άλτης πιστεύει ως το τέλος ότι θα κάνει το άλμα που θα του δώσει το χρυσό μετάλλιο και το σχεδόν ρυθμικό χειροκρότημα βοηθάει. Μέχρι να φθάσει στο σκάμμα, υπάρχει αγωνία εφάμιλλη ενός τελευταίου σουτ στο μπάσκετ ή μίας εκτέλεσης φάουλ στο ποδόσφαιρο, στο 90'. Από εκεί και ύστερα, οι ιστορίες διαφοροποιούνται.
Τα συνηθέστερα σενάρια είναι η επιθυμία να εξελιχθεί σε μπούμερανγκ και το άλμα να είναι άκυρο ή, λόγω ενός φόβου, να έχει πατήσει πολύ πίσω από τη γραμμή και να είναι ξεκάθαρα αρκετά πίσω από εκείνο που θα χάριζε το χρυσό μετάλλιο. Το κοινό επιδίδεται στο «αααα», μία φωνηεντική χορωδία απογοήτευσης, αλλά έπειτα ξεκινά ένα παρατεταμένο χειροκρότημα για την προσπάθεια του αθλητή.
Πανικός, από την άλλη μεριά, δημιουργείται όταν ο άλτης είναι κοντά στην επίδοση που θα του δώσει την πρώτη θέση. Ξεκινάει να τρέχει σαν χαμένος, η ένταση πλημμυρίζει το στάδιο, κάνει στροφές γύρω από τον εαυτό του και ο κόσμος ποτίζεται από την αγωνία του. Εκείνο το χρονικό διάνυσμα μετά το άλμα και πριν βγάλει την επίδοση ο ηλεκτρονικός πίνακας είναι από τα πιο εκστατικά στον αθλητισμό. Ο άλλος άλτης, που είχε την πρώτη θέση, κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα και είναι ο πιο άχαρος άνθρωπος στο στάδιο. Αν η επίδοση είναι καλύτερη από τη δική του, οι αντιδράσεις γίνονται ένας λόγος που άνετα μπορεί να τον οδηγήσει στο κρεβάτι του ψυχολόγου.
Επικρατεί πανδαιμόνιο, ο «κλέφτης» του χρυσού τρέχει σε όλο το στάδιο, ευρισκόμενος σε καθεστώς πρωτόγονης χαράς που ουδεμία σχέση έχει με τη συνειδητοποίηση. Ο κόσμος τον αποθεώνει και στις κερκίδες τα χαμόγελα είναι πλατιά, είναι τα πιο άδολα χαμόγελα, διότι όταν η ζωή μιμείται την τέχνη στο Happy End, η ζωή ξεπερνά την τέχνη.