Για την αγάπη για τα σπορ (τέσσερα)
Το τέταρτο και προτελευταίο μέρος των 131 λόγων για την αγάπη για τα σπορ που γράφτηκε το 2013.
179. Το πέναλτι του Γιάννη Φουντούλη στον τελικό του Κυπέλλου της Λαμίας. Ο τελευταίος λόγος είναι ότι αυτό το χτύπημα, με 2’22’’ να απομένουν για τη λήξη, χάρισε το τρόπαιο στον Ολυμπιακό. Περισσότερο πρόκειται για την εξέλιξη μίας προσωπικής ιστορίας που δημιουργεί σαγήνη.
Ο Φουντούλης ήταν τόσο… τραυματισμένος στον περυσινό πέμπτο τελικό του πρωταθλήματος, που δεν θα έπαιζε αν ήταν πρώτος τελικός ή στον τέταρτο τελικό, που λέει ο λόγος, αν ο Ολυμπιακός ήταν 1-1 στη σειρά. Εκείνη τη μέρα ο πόνος για τον Χιώτη ήταν πελώριος. Ο ίδιος ούτε καν το σκέφτηκε να μην παίξει: ήταν το υπερόπλο του Ολυμπιακού στον τρίτο- μία από τις κορυφαίες ατομικές παραστάσεις σε τελικούς- και στον τέταρτο τελικό. Ο Φουντούλης έπαιξε δίκην Ελ Σιντ στο ματς- μία ιστορία που η καταγραφή της αρχίζει από το 1970, όταν ο Ρεντ Χόλτσμαν έβαλε τον τραυματία Γουίλις Ριντ στον έβδομο τελικό του ΝΒΑ στο «Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν», μεταξύ των Νικς και των Λέικερς. Ο αριστερόχειρας σέντερ μπήκε για να εμπνεύσει τους συμπαίκτες του, δύο plays του επέτρεψαν να πάρει ισάριθμα σουτ στα οποία ευστόχησε στην αρχή του ματς, ο Γουόλτ «Κλάιντ» Φρέιζερ έκανε τη δουλειά από εκεί και ύστερα. Ο Φουντούλης έπαιξε για να δώσει στους συμπαίκτες του κουράγιο και να τους κάνει να αντέξουν. Συν τοις άλλοις, για να κρατήσει τον Μανώλη Μυλωνάκη στην άμυνα, ώστε ο κορυφαίος αμυντικός του πρωταθλήματος να μην αρχίσει να βγάζει την ενέργειά του στους υπόλοιπους παίκτες. Με 8’’ για τη λήξη ο Χριστόδουλος Κολόμβος κέρδισε πέναλτι και ο Φουντούλης πονούσε τόσο, που για κλάσματα του δευτερολέπτου- αυτή είναι η ταχύτητα που πρέπει να παίρνεις κομβικές αποφάσεις στον αθλητισμό, δεν πήρε την ευθύνη. Ο Δημήτρης Μάζης, βλέποντας τους συμπαίκτες του διστακτικούς, ήταν εκείνος που ανέλαβε το χτύπημα.
Μία μέρα αργότερα, ο Φουντούλης ήταν ο πιο στενοχωρημένος άνθρωπος των Κυκλάδων. Έφυγε ένα γρήγορο τριήμερο διακοπών, πριν ενσωματωθεί στην προετοιμασία της εθνικής ομάδας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το είχε μετανιώσει φρικτά. Η στενοχώρια που ένιωσε ήταν ίδια με εκείνη του Μάζη, που πήρε την ευθύνη. Αυτά τα κλάσματα έγιναν ενοχή, όπως συνήθως συμβαίνει. Ότι φταίει, ότι κρύφτηκε.
Στον πρώτο τελικό του πρωταθλήματος, με 3’54’’ να απομένουν για τη λήξη και με το σκορ στο 5-7 υπέρ του ΝΟ Βουλιαγμένης, ο Μπλάι Μάλιαρακ πήρε την ευθύνη της εκτέλεσης του πέναλτι που θα μείωνε το σκορ, επειδή ήταν η κύρια επιθετική απειλή του Ολυμπιακού στο δεύτερο ημίχρονο. Ο Φουντούλης πήγε μαζί με τον Καταλανό πάνω στην μπάλα, αλλά από την ομάδα του φώναξαν να αφήσει τον Μάλιαρακ να εκτελέσει το πέναλτι. Ο Μπλάι σούταρε άουτ. Οι φρικτές σκηνές επανήλθαν. Μετά τη λήξη του ματς, ο Χιώτης κατέστησε σαφές στον Καταλανό πως οτιδήποτε και να συμβαίνει στο παιχνίδι, εκείνος είναι που θα αναλαμβάνει τις εκτελέσεις των πέναλτι. Στον τελικό πήρε την ευθύνη για την επιτυχία και για την αποτυχία, μίας φάσης που είναι η μόνη που είναι ίδια με την προπόνηση (στη μηχανική κίνησή της) αλλά που για τον Ολυμπιακό πέρυσι εξελίχθηκε σε εκατόμβη μισή ντουζίνα φορές, σε πραγματικά κρίσιμα ματς.
Τώρα, επειδή τα πράγματα είναι ρευστά, η αξία αυτού του σουτ στη Λαμία είναι ρευστή. Πάει να πει ότι θα εξαρτηθεί από το αν ο Ολυμπιακός κατακτήσει το πρωτάθλημα. Αν δεν το πάρει, τότε το σουτ θα χάσει 50% από την αρχική σημασία του. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα αντίδοτο που επιδρά με τον καιρό.
117. Το καλάθι του Τόνι Πάρκερ στον πρώτο τελικό του ΝΒΑ με τους Μαϊάμι Χιτ. Στην Κλίμακα της Δεδομένης Μεγαλοσύνης στον αθλητισμό πιο κοντά στο άψογο 10 είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η επιτυχία όταν όλα φαίνεται ότι έχουν χαθεί. Είναι αυτό που κάνει ο Μέσι περισσότερο από όλα καλά, περισσότερο κι απ’ το να σκοράρει. Εκεί που οι αμυντικοί νομίζουν ότι τον έχουν κλείσει, εκεί που μία μπάλα φαίνεται διεκδικήσιμη, εκεί που θαρρούν ότι παίζουν με επιτυχία το τεχνητό οφσάιντ, ο Μέσι κάτι κάνει και η μπάλα μένει στην κατοχή του, και άρα της ομάδας του, η οποία κάνει τουλάχιστον ευκαιρία για γκολ.
Από τη στιγμή που αποφάσισα να μην κάνω τη ζωή μου εύκολη, πάει να πει να μη γεμίζω τα συγκεκριμένα κείμενα με βίντεο, χρειάζεται να περιγραφεί τι έκανε ο Τόνι Πάρκερ στο πρώτο παιχνίδι με τους Μαϊάμι Χιτ, στο οποίο και ήταν εκθαμβωτικός ανεξαρτήτως της τελευταίας φάσης (μόνο και μόνο η ριβέρς κίνηση προς το τέλος είναι αρκετή ώστε να ανησυχεί ο Ρόμπερτ Ντάουνινγκ τζούνιορ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο επόμενο Ironman), αλλά αυτή ήταν μία μικρή χειρουργική επέμβαση. Ο Πάρκερ έχασε τέσσερις φορές την μπάλα πριν βάλει το καλάθι. Σοβαρά. Η πρώτη, με 6 δευτερόλεπτα για την επίθεση των Σπερς και 13’’ για τη λήξη και το σκορ στο 88-90, κάνει την έφοδο μέσα στη ρακέτα των Μαϊάμι Χιτ με τον Μπος να τον κλείνει θαυμάσια και τον Γουέιντ να βάζει το χέρι του πάνω στην μπάλα για να του την πάρει. Η δεύτερη όταν, ενώ περνάει τον Μπος και την παγίδα του Γουέιντ, ο οποίος τον ακολουθεί ελαφρώς, πέφτει πάνω στον ΛεΜπρόν Τζέιμς και αναγκάζεται να βγει από τη ρακέτα και να κόψει διαγώνια προς τα δεξιά. Η τρίτη όταν με 3’’ για την επίθεση των Σπερς σπινιάρει στο παρκέ, γλιστράει και πέφτει κάτω. Και η τέταρτη όταν με 1’’ για τη λήξη του χρόνου πάει να σουτάρει μπροστά από τον ΛεΜπρόν, ο οποίος πάει να κόψει την μπάλα και τον αναγκάζει να κάνει προσποίηση.
Τέσσερις φορές οι Χιτ νόμιζαν ότι έβγαλαν την άμυνα. Και τις τέσσερις φορές ο Πάρκερ είχε την μπάλα στα χέρια και όταν είδε και αποείδε την πέταξε προς το καλάθι κάνοντας το πιο σίγουρο σουτ στο μπάσκετ, σημαδεύοντας το ταμπλό, με την μπάλα να αναπηδάει και να πέφτει μέσα. Οι διαιτητές κοίταξαν φυσικά το ριπλέι της φάσης, για να δουν αν το σουτ είναι εμπρόθεσμο. Από τη μία γωνία δεν φαινόταν καλά και από την άλλη δεν ήταν σίγουροι, κοιτώντας το χρονόμετρο πάνω από το ταμπλό με την μπάλα να έχει φύγει (ή μήπως όχι;) από τα χέρια του Πάρκερ. Αυτό που τους έκανε να βγάλουν την απόφαση ότι το καλάθι μετράει ήταν το γεγονός ότι το ταμπλό των Χιτ κιτρίνισε (όπως κάνει στη λήξη του χρόνου επίθεσης) όταν η μπάλα είχε φύγει ένα εκατοστό πιο πριν, χωρίς πλάκα, σε αληθινό χρόνο, από τα χέρια του Γάλλου πόιντ γκαρντ. Και ξαφνικά βρέθηκαν, με 5,2’’, να έχουν χάσει το ματς, εκεί που ήλπιζαν ότι το παιχνίδι θα ήταν μίας κατοχής.
Το εκπληκτικό στην περίπτωση είναι το εξής: όταν ο Πάρκερ γλιστράει και πέφτει κάτω συνεχίζοντας να ντριμπλάρει, ο ΛεΜπρόν τον κοιτάζει. Ο γκαρντ των Σπερς έχει στηριχθεί στο παρκέ με το αριστερό χέρι του, ντριμπλάρει με το δεξί και το πρόσωπό του κοιτάζει πάνω από την μπασκέτα, στο μικρό χρονόμετρο, το λεγόμενο shot clock, που γράφει πόσο απομένει για τον χρόνο επίθεσης. Έχει φάτσα Γάλλου μάγειρα σε στυλ «βρισκόμαστε σε μπελάδες», όταν βλέπει το σοτέ περισσότερο τηγανισμένο και ροδοκόκκινο απ’ ό,τι πρέπει. Θέλει 2,2’’ και αποφασίζει ότι δεν πρέπει να μείνει με την μπάλα στα χέρια. Σε αυτόν τον χρόνο (που πέρασε όταν έγραψα «Σε αυ»), ο Πάρκερ στρίβει προς τα δεξιά, κάνει προσποίηση στον ΛεΜπρόν και σπάσιμο στη μέση, για να προλάβει και το χρονόμετρο. Πραγματικά μεγαλειώδες. Αν οι Σπερς πάρουν το πρωτάθλημα, αυτή η φάση θα μπει στο τοπ 10 των σημαντικότερων καλαθιών σε τελικούς. Αν όχι, ίσως να μη φθάνει το τοπ 25. Αλλά φυσικά δεν θα αναιρεθεί η όλη μπασκετική μυσταγωγία της κίνησης σε συνάρτηση με τον τόπο, του τόπου σε συνάρτηση με τον χρόνο, του χρόνου σε συνάρτηση με τον τρόπο. Από μόνη της η φάση δημιουργεί αυθεντική συγκίνηση.
249. Το Κόλπο του Άλεξ Τζιορτζέτι στους Μεσογειακούς της Πεσκάρας, το 2009. Η Κροατία έχει κερδίσει πέναλτι στο παιχνίδι για το χάλκινο μετάλλιο με τον Νίκσα Ντόμπουντ και ο Μίχο Μπόσκοβιτς είναι έτοιμος να σουτάρει με 21’’ για τη λήξη και το σκορ στο 9-9. Ο περιφερειακός της Γιουγκ χάνει την μπάλα από το χέρι του και γυρίζει να διαμαρτυρηθεί στον διαιτητή που βρίσκει στο δεξί του χέρι με γουρλωμένα μάτια. Η έκπληξή του είναι μεγάλη όταν διαπιστώνεται ότι δεν έχει δοθεί επανάληψη. Στην κόντρα ο Άλεξ Τζιορτζέτι, που βρισκόταν δίπλα του στη διάρκεια της εκτέλεσης, κάνει μπάσιμο, ο Μπόσκοβιτς τον ακολουθεί και του κάνει πέναλτι με 6’’ να απομένουν για τη λήξη του ματς. Ο Βαλεντίνο Γκάλο, που έχει κάνει την πάσα στον Τζιορτζέτι, σουτάρει το πέναλτι, κάνει το 10-9 και οι Ιταλοί κατακτούν το χάλκινο μετάλλιο.
Στο ριπλέι, βεβαίως, φαίνεται ότι υπάρχει ένα μικρό κομψοτέχνημα ζαβολιάς. Η στήλη γράφεται με έναν όρο: ότι τα διαιτητικά λάθη που συμβαίνουν είναι ανθρώπινα και ότι δεν καθορίζουν επίτηδες έναν νικητή. Οσοδήποτε ανόητο κι αν φαντάζει αυτό, διότι, παραδείγματος χάρη η Ιταλία έπαιζε εντός έδρας. Ο Τζιορτζέτι κοιτάζει προς το τέρμα, όταν ακουμπάει την μπάλα πριν ο Μπόσκοβιτς τη σηκώσει για να σουτάρει. Και μετά σηκώνει τα χέρια του, ως αθώος του αίματος.
Τέτοιες φάσεις είναι υπέροχες στον αθλητισμό. Όποτε συμβαίνουν, σε μεταφέρουν στα παιδικά χρόνια σου, εκεί που χρησιμοποιούσες κάθε είδους κόλπο, όχι για να νικήσεις αλλά, για να μπερδέψεις τον αντίπαλο. Όμως δεν σε πάνε μακριά. Μέχρι το χάλκινο μετάλλιο στους Μεσογειακούς μπορεί. Οι Ιταλοί πλήρωσαν αυτή τη νοοτροπία στο δικό τους Παγκόσμιο, όταν έμειναν εκτός οκτάδας. Ο Σάντρο Καμπάνια έκανε ξεκαθάρισμα με την ομοσπονδία και έφτιαξε τους δικούς του «Σετεμπέλο» μέσα από αρχές που με το κόλπο του Τζιορτζέτι δεν είχαν σχέση. Ένα χρυσό σε Παγκόσμιο και ένα ασημένιο ολυμπιακό μετάλλιο αποδεικνύουν του λόγου το ασφαλές.
420. Από Sombrero. Η ιεροσυλία του Ντανιέλ Πασαρέλα, προπονητή της Ρίβερ Πλέιτ, που άνοιξε ομπρέλα με τα χρώματα της ομάδας, κατευθυνόμενος προς τον πάγκο της, στο «Μπομπονέρα», σε ντέρμπι με την Μπόκα Τζούνιορς, για να αποφύγει τις παραδοσιακές ροχάλες από οπαδούς της Μπόκα πάνω από τον πάγκο. Είναι ό,τι μπορεί να σκεφτεί κάποιος ως πιο ιερόσυλο στα αθλητικά συμβατά, αλλά και κοινωνικά. Κάποιος να μπαίνει με κροατική σημαία στους ώμους στο Βελιγράδι; Παλαιστίνιος να σκοτώνει Ισραηλινό σε κεντρική πλατεία του Τελ Αβίβ; Αυτά είναι λίγο πιο σκληρά από εκείνη τη στιγμή που ο Πασαρέλα άνοιξε την ομπρέλα. Στο Μπομπονέρα η ταπείνωση έφερε πολιτισμικό σοκ.
313. Η αντίδραση των οπαδών της Ιντεπεντιέντε στον πρώτο υποβιβασμό στην ιστορία της ομάδας του. Ένα πλάνο που δείχνει ένα φίλο μίας από τις πιο ιστορικές ομάδες στην Λατινική Αμερική, που δεν περίμενε ότι θα ζήσει αυτήν τη στιγμή, όπως και όλοι οι φίλαθλοί της σε αυτά τα 109 χρόνια ιστορία, να κλαίει με λυγμούς και ταυτοχρόνως να τραγουδάει ένα σύνθημα της ομάδας υψώνοντας τις γροθιές του, είναι φανταστική και αποτελεί ένα ποδοσφαιρικό κομψοτέχνημα, από αυτά του μέγιστου πάθους, του ύψιστου ερωτικού φανατισμού, μίας ωδής γραμμένης σε πέτρα και τραγουδισμένης μόνο από μία ηλεκτρική φωνή, αρχαίας εμβέλειας, που τη σύγχρονη εποχή θα αποδεχόσουν χωρίς σκέψη το αυθαίρετο συμπέρασμα ότι είναι πειραγμένη.
Η ζωή σε δύο πράξεις. Ο πόνος για την πτώση. Η αγάπη. Μετά από 109 χρόνια ιστορίας, χωρισμένος με διαζύγιο, απολυμένος από τη δουλειά, ο φίλος της Ιντεπεντιέντε έκανε καταφύγιό του την ομάδα, είτε νικούσε είτε έχανε. Κάποιος οπαδός της Ιντεπεντιέντε είχε γενέθλια τη μέρα που υποβιβάστηκε η ομάδα. Κάποιος κατέκτησε την κοπέλα των ονείρων του. Κάποιος μπήκε σε διαδικασία ανεύρεσης σπιτιού. Όλοι την ίδια μέρα. Όλοι το θεώρησαν ως οιωνό, ότι θα μείνει η Ιντεπεντιέντε στην πρώτη εθνική. Και μετά αυτό. Ο οδυρμός. Η πτώση. Η δραματουργία της τραγωδίας. Ο χορός των γερόντων, οι σακατεμένοι ήρωες, ένα ταξίδι προς τη στενοχώρια όπως μόνο στην αληθινή απώλεια τη βιώνεις. Και μετά η έκρηξη. Η γιορτή. Ένα γλέντι τσιγγάνικο πάνω από τα ερείπια, προσφυγική έκσταση. Το σπίτι θα χτιστεί ξανά. Η Ιντεπεντιέντε θα επιστρέψει ανάμεσα στα δάκρυα. Θα βρει ξανά τον δρόμο της προς την άνοδο. Αλλά κανένας οπαδός της δεν πρόκειται να ξεπεράσει αυτή τη στιγμή, μία στιγμή αμφιθυμίας η οποία δεν επιτρέπεται πουθενά αλλού στην κοινωνία- σε περνάνε για τρελό- πέρα από τον αθλητισμό και τις κερκίδες ενός γηπέδου.
178. Ο νόμος των 24 ωρών. Αυτό είναι περισσότερο ένας φόρος τιμής προς την Τετάρτη, 26 Ιουνίου 2013, παρά μία προσωπική προσπάθεια για αυτολύπηση.
Αυτό που έγινε στο Γουίμπλεντον τη συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν εξωφρενικό. Δεν έφθανε μόνο το γεγονός ότι επτά τενίστες δεν κατάφεραν να μπουν στο κορτ για να παίξουν το παιχνίδι τους ή έπαιξαν και έπειτα τραυματίστηκαν, ήρθε στο τέλος και ο αποκλεισμός του Ρότζερ Φέντερερ για πρώτη φορά μετά από 9 χρόνια σε ένα γύρο που δεν είναι προημιτελικός, ημιτελικός ή τελικός για να δέσει το γλυκό. Από την πρώτη ως την τρίτη μέρα του τουρνουά έχουν γίνει τόσα πολλά, που ο Λονδρέζος που είπε, «Θεέ μου, ας μην βρέξει και ας γίνει ό,τι θέλει», πρέπει να έχει μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που το ξεφούρνισε. Μιλάμε, έγινε χάος. Από την αρχή ως το τέλος. Από την πρώτη στιγμή άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό τραυματίες και όταν βράδιασε, εν είδει κερασιού στην τούρτα της αντισφαιριστικής αγελάδας, έμεινε εκτός ο κορυφαίος, ο πιο δαντελένιος και αρμονικός, τενίστας όλων των εποχών, από έναν αθλητή που κοιτάζει τον κόσμο από το νούμερο 116* της παγκόσμιας κατάταξης, κάτι που για τον ίδιο και την οικογένειά του και τον περίγυρό του και τα τουρνουά που πάει και παίζει είναι καταπληκτικό, κάτι που είναι ασύλληπτο για την ίδια τη χώρα του, αλλά στον θεατή από την Ελλάδα, από τη Ζάμπια και από την Ιαπωνία δεν λέει και πολλά.
Αλλά για φαντάσου να ήσουν ο 116ος κορυφαίος στον κόσμο σε κάτι. Γιατρός, δικηγόρος ή καθηγητής. Φαντάσου να ήσουν, όπως ο Λούκας Ρόσολ που απέκλεισε πέρυσι στον δεύτερο γύρο του Γουίμπλεντον τον Ράφα Ναδάλ, ο εκατοστός στον κόσμο. Να είναι από πάνω σου μόνο 99 άνθρωποι καλύτεροι στον κόσμο από σένα στον κλάδο σου και αυτό να μην είναι μία εκτίμηση, αλλά να προκύπτει με βάση βαθμολογίες και αποτελέσματα. Αν, παραδείγματος χάρη, υπάρχουν 10.000 εγγεγραμμένοι τενίστες στην ΑΤΡ, τότε οι 9.900 είναι χειρότεροι από τον Ρόσολ και οι 9.894 χειρότεροι από τον Στακόφσκι.
*Όσο για τον Φέντερερ και τη σχέση που έχει αναπτύξει, ηθελημένα ή άθελα, με τους θαυμαστές του.
Α. Ήξερα ότι κάποια στιγμή μία τέτοια ήττα θα έρθει. Στο Γουίμπλεντον του 2002 ο Πιτ Σάμπρας είχε χάσει από τον Ζορζ Έντουαρντ Μπαστλ στον δεύτερο γύρο. Όταν ο Φέντερερ ήταν στα ντουζένια του, είχα πέσει πάνω σε ένα ντοκιμαντέρ για τον Σάμπρας, ο οποίος ούτε κατά διάνοια πλησιάζει τη σταθερότητα του Ελβετού- μπορούμε να πούμε ότι το ρεκόρ των 36 συνεχόμενων προημιτελικών είναι πολύ πιθανό να μην το δούμε να σπάει, εκτός κι αν το σπάσει ο Νόβακ Τζόκοβιτς, δηλαδή σε τέσσερα χρόνια από τώρα, αφού έχει 15 σερί προημιτελικούς και πάει για τον 16ο και αυτό ασφαλώς είναι ένα προϊόν του χρόνου ως φαρσέρ. Δηλαδή ένα απίθανο ρεκόρ που φαίνεται ότι θα καταρριφθεί. ποτέ, μπορεί να γίνει παρελθόν μετά από 10 χρόνια. Ειδικά στο τένις. Πέρασαν 30 χρόνια για να σπάσει το ρεκόρ των 12 Γκραν Σλαμ του Ρόι Έμερσον και όταν ο Σάμπρας πήρε το 14ο του ο Φέντερερ είχε. μηδέν, στο US Open το 2002. Και πέρασαν λιγότερα από 7 χρόνια από τα 14 του Σάμπρας και ο Φέντερερ έφθασε τα 15 στο Γουίμπλεντον του 2009. Χρονικά είναι απίστευτο.
Β. Ήλπιζα ότι δεν επρόκειτο να έρθει μία τέτοια ήττα. Ο Πανδαμάτωρ δεν λυπάται κανέναν, όπως και να λέγεται. Αν ο Φέντερερ ήθελε, μπορούσε να σταματήσει στα 31 του, στα τέλη του 2012, έχοντας 17 Major και 34 συνεχόμενους προημιτελικούς, νούμερο 2 στην παγκόσμια κατάταξη. Μπορούσε να το κάνει έχοντας σπάσει το ρεκόρ των εβδομάδων στο νούμερο ένα του Σάμπρας, για να μην πει κάποιος τα πάνω από 4 διαδοχικά χρόνια (από την 1η Φεβρουαρίου του 2004 έως τις 18 Αυγούστου του 2008) που ήταν στο νούμερο ένα, λες και ήταν το «My Way» τραγουδισμένο από τον Σινάτρα. Ο Φέντερερ δεν σταμάτησε και δεν φαίνεται ότι πρόκειται να τα παρατήσει ούτε στα τέλη του 2013. Δεν θα μου κάνει καμία έκπληξη να είναι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο, για να πάρει μέρος στην 5η τέτοια διοργάνωση της καριέρας του με την κόκκινη φόρμα της Ελβετίας, ακόμα και αν μέχρι το 2016 υποστεί παρόμοιες ήττες και ακόμα χειρότερες. Δεν κάνει αίσθηση. Το ένα μέρος είναι οι φαν: εκείνοι που τον φωνάζουν «Βασιλιά», «Εκλεκτό» και που τον έχουν στην κορυφή και που θέλουν να παραμείνει στην κορυφή και να φθάσει στα 20 Γκραν Σλαμ- κάτι που δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Και είναι το άλλο μέρος η πραγματικότητά του για το παιχνίδι, το πώς ο ίδιος σκέφτεται και αισθάνεται όταν μπαίνει στο κορτ, για προπόνηση, για να παίξει με οποιονδήποτε αντίπαλο.
Γ. Δεν πίστευα ότι θα έρθει την τελευταία Τετάρτη του Ιούνη. Στους υπολογισμούς για το Γουίμπλεντον φαινόταν πιθανός ένας προημιτελικός του Ναδάλ με τον Φέντερερ, ενώ όταν αποκλείστηκε από τον Στιβ Νταρσίς ο Ναδάλ, δημιουργήθηκε οιωνός ότι ο Ελβετός θα κατακτήσει το όγδοο Γουίμπλεντον στην καριέρα του. Για την ακρίβεια, οι περισσότεροι είχαν βρεθεί ήδη σε θέση προετοιμασίας για τον ημιτελικό με τον Άντι Μάρεϊ. Ο αθλητισμός έχει τον τρόπο του για να δείχνει στους θεατές, στους πρωταγωνιστές και στους κομπάρσους ότι δεν διαχωρίζεται, αντιθέτως βάζει χρωματισμένη ένταση, στην αρχαία τραγωδία. Για φέτος υπάρχουν δύο παραδείγματα τέτοια: η Γιουγκ στο πόλο Ανδρών, που ήταν σίγουρη πρωταθλήτρια Ευρώπης και έχασε στον τελικό του Βελιγραδίου από τον Ερυθρό Αστέρα και η ΤΣΣΚΑ Μόσχας στο μπάσκετ. Οι παίκτες του Μεσίνα είχαν σκεφτεί να ξυρίσουν τα μαλλιά τους για να παίξουν στον τελικό και έχασαν με… 17 πόντους από τον Ολυμπιακό στον ημιτελικό, οπότε έμειναν αμανάτι στο Λονδίνο οι ξυριστικές μηχανές. Ασφαλώς, όμως, δεν μαθαίνουμε από αυτό. Την επόμενη φορά που ένα φαβορί θα μοιάζει ακλόνητο, θα έχουμε φθάσει στο τελευταίο παιχνίδι υπερπηδώντας όλα τα προηγούμενα, όντας σίγουροι ότι το φαβορί θα νικήσει. Είναι, απλώς, στη φύση του ανθρώπου να βιάζεται.
Πριν παρεισφρήσει στο κείμενο ο κανόνας των 24 ωρών στη μέση, υπάρχει κάτι υπέροχο στην πορεία των 36 σερί Major που ο Φέντερερ φθάνει τουλάχιστον στα προημιτελικά (και των 23 διαδοχικών, από το Γουίμπλεντον του 2004 έως και το Αυστραλιανό Όπεν του 2010 που φθάνει στα ημιτελικά) και το οποίο αναδεικνύεται μέσα από αριθμούς. Οι αριθμοί σκοτώνουν την αφήγηση. Δεν είναι μόνο το σπουδαίο αθλητικό κατόρθωμα- τέσσερις φορές τον κάθε χρόνο επί εννιά χρόνια νικούσε στα τέσσερα πρώτα παιχνίδια κάθε φορά, σε ματς που επιστροφή δεν είχε- όσο η σούμα που γίνεται σε αυτήν την εντυπωσιακή πορεία: στις 21 Ιουνίου του 2004 ο Φέντερερ νίκησε, στο ματς για τον πρώτο γύρο του Γουίμπλεντον, τον Άλεξ Μπογκντάνοβιτς με 3-0 σετ και αυτό είναι το παιχνίδι που χρονολογεί το σερί του Ελβετού. Με αυτό το ματς και μέχρι το παιχνίδι του τέταρτου γύρου του Ρολάν Γκαρός, δηλαδή τα πέντε σετ που έπαιξε με τον Ζιλ Σιμόν στο Ρολάν Γκαρός, συμπληρώθηκαν 144 ματς. Οι τενίστες που προσπάθησαν να νικήσουν τον Φέντερερ σε αυτά τα πρώιμα στάδια του τουρνουά ήταν 102 από 32 χώρες. Έξι εξ αυτών ήταν πρώην ή μελλοντικοί κάτοχοι Major. Οι Γάλλοι ήταν 22, οι Ισπανοί 15 και οι Γερμανοί 14. Δέκα ήταν οι Ρώσοι, οκτώ οι Αμερικάνοι και οι Αργεντινοί, επτά οι Τσέχοι, έξι οι Αυστραλοί. Τενίστες από τη Φινλανδία, την Ιαπωνία, τη Βραζιλία, τον Καναδά και την Ινδία, από το Ουζμπεκιστάν, το Καζακστάν, τη Λευκορωσία και τη Γεωργία, από την Κινέζικη Ταϊπέι, από την Κύπρο, από το Ισραήλ.
Από αυτές τις νίκες, 110 ήταν με 3-0 σετ και 20 με 3-1 σετ. Η μία κρίθηκε στα δύο σετ πριν ο αντίπαλος αποχωρίσει, ενώ τέσσερις ήταν παιχνίδια που δεν έγιναν καν, επειδή ο αντίπαλος δεν κατέβηκε. Ποτέ δεν ήταν ο Φέντερερ, ασφαλώς, εκείνος που αποχώρησε. Εννιά από όλες κρίθηκαν στο πέμπτο και τελευταίο σετ. Ο Τόμι Χάας από τη Γερμανία και ο Ζιλ Σιμόν από τη Γαλλία έχουν γνωρίσει δύο φορές τέτοια επώδυνη ήττα.
Φθάνουμε, λοιπόν, στον κανόνα των 24 ωρών. Αυτό για τον οποίο είπε ο Φέντερερ ότι θα μείνει πιστός. Ο κανόνας λέει ότι έχεις 24 ώρες για να πανηγυρίσεις μία μεγάλη νίκη ή να στενοχωρηθείς για μία πικρή ήττα και μόλις αυτές περάσουν επιστρέφεις στη δουλειά. Τόσο απλά. «Είναι, βέβαια, απλό να το λες και δύσκολο να το κάνεις», όπως είπε. Το ότι έχασε από τον Στακόφσκι, πάντως, δεν τον κάνει λιγότερο παράδειγμα της τέλειας αναλογίας της απλότητας των λόγων με την απλότητα της πράξης (έγραψε μετά την έβδομη μπύρα...).
8. Η Κουτουλιά. Τον Οκτώβριο του 2000 η Γιουβέντους έπαιζε με το Αμβούργο στο Ντέλε Άλπι. Εκείνο το ματς ήταν πλήρης καταστροφή για την «Κυρία». Ήταν σαν να πήγαινε σε ένα μαγαζί η Γκρέτα Γκάρμπο το 1973 και να μην την γνώριζαν οι πορτιέρηδες επειδή ήταν νεαροί σε ηλικία. Η Γιουβέντους έχασε με σκορ 1-4 και ακόμα θυμάμαι ένα χυδαίο φάουλ του Ζινεντίν Ζιντάν, ο οποίος πήρε απευθείας κόκκινη κάρτα. Το φάουλ ήταν τόσο σκληρό που ακόμα και στο ριπλέι δεν πίστευα ότι το έκανε. Πόσω μάλλον ο Ζιντάν, ο οποίος έκανε την πάσα των τριών μέτρων να φαντάζει με τέχνη: την όγδοη, την εικοστή δεύτερη, την πεντακοσιοστή ενενηκοστή έβδομη. Τέχνη, σε όποια θέση κι αν βρισκόταν. Μία από τις ωραιότερες στιγμές του ποδοσφαίρου ήταν ο Ζιντάν και ο Ρομπέρτο Κάρλος να κάνουν συνδυασμούς στην αριστερή πλευρά της επίθεσης της Ρεάλ Μαδρίτης, που περισσότερο από την καλή επικοινωνία αναδείκνυε την ευχαρίστηση μίας ανώτερης συνεργασίας.
Πέντε παιχνίδια που θυμάμαι να βράζω από ανυπομονησία από την αναμονή:
-Ο τελικός του Ολυμπιακού με την Μπανταλόνα στο Τελ Αβίβ το 1994.
-Ο τελικός του Αυστραλιανού Όπεν το 2009, του Φέντερερ με τον Ναδάλ.
-Ο έκτος τελικός του ΝΒΑ το 1993, μεταξύ Σικάγο Μπουλς και Φοίνιξ Σανς.
-Η πρεμιέρα της Ελλάδας στην Ντιζόν το 1999, στο Ευρωμπάσκετ, απέναντι στη Γερμανία.
-Ο προημιτελικός του Μουντιάλ του 2006, της Γαλλίας με τη Βραζιλία.
Είναι, ασφαλώς, πέντε ενδεικτικά ματς. Αλλά το τελευταίο θα έμπαινε σε οποιαδήποτε πεντάδα. Διότι ήταν το πρώτο Μουντιάλ για το οποίο έγραφα και το στόρι ήταν απίθανο: ο Ζιντάν μπορεί να έπαιζε το τελευταίο ματς της καριέρας του απέναντι στους Βραζιλιάνους, είχα χάσει το προηγούμενο παιχνίδι της Γαλλίας με την Ισπανία, η Βραζιλία ήταν το αναμφισβήτητο φαβορί και, ακόμα και ποιητικά, ήταν φανταστικό το σκηνικό, να αντιμετωπίζει ο μέγας νηφεληγερέτης του παγκόσμιου ποδοσφαίρου και ο κορυφαίος παίκτης που είχα παρακολουθήσει (μαζί με τον- Βραζιλιάνο- Ρονάλντο και πριν ο Μέσι σπείρει, τουλάχιστον, τον καρπό της αμφιβολίας) και άρα τον θεωρούσα κορυφαίο όλων των εποχών απέναντι στους φυσικούς αλχημιστές της μπάλας. Ήταν φαντασίωση και προκαλούσε αλυσιδωτές ονειρώξεις και όλα αυτά συνέβαιναν μαζί, χωρίς τίποτα να μπορεί να τα εμποδίσει. Ο Ζιντάν έπαιξε 75 μαγευτικά λεπτά, η Γαλλία πέρασε και οι κλωστές του μύθου πέρασαν στα χέρια μοδίστρας του Ντίσνεϊ, από εκείνες που εργάζονται στον κόσμο των κόμιξ και λειτουργούν σε ασύλληπτες ταχύτητες (ο χρόνος στα καρτούν πρέπει να αποκτήσει αυτοδικαίως τη δική του ονομασία, όπως και η βαρύτητα. Τόσοι άνθρωποι, ανεξαρτήτως ηλικίας, χάσκουν σαν ζαβοί παρακολουθώντας τον Σιλβέστερ να πέφτει από 5.000 μέτρα ύψος και να αποσυντίθεται, ώστε στο αμέσως επόμενο πλάνο να φαίνεται, όταν και προετοιμάζει νέα ενέδρα στον Τουίτι). Η Γαλλία πέρασε την Πορτογαλία σε έναν από τους πιο αδιάφορους ημιτελικούς Μουντιάλ που έγιναν ποτέ- έξι Γάλλοι δεν έπρεπε να δεχθούν κίτρινη για να μη χάσουν τον τελικό και όλη η Γαλλία είχε μηδέν παθητικό σε κάρτες, με τους παίκτες της να προστατεύονται άνετα και επί της ουσίας να μη βρεθούν ούτε μία στιγμή στην κρίση του διαιτητή- και το σκηνικό για τον τελικό με τα μισητά ξαδέλφια είχε στηθεί.
Μερικά γεγονότα έχουν τη δύναμη της απάτης. Κάνουν τον θεατή, τον ακροατή να νιώθει ότι σταματάει ο χρόνος. Η κουτουλιά του Ζιντάν στον Ματεράτσι είναι η μόνη που θυμάμαι τόσο έντονα να συμβαίνει μία διαγαλαξιακή παύση. Θυμάμαι να νιώθω εκείνο το πλάνο του BBC, που δείχνει την εικόνα της γης από το διάστημα και έναν αστραφτερό κύκλο να διανύει μία πορεία κατά πλάτος της και να εξαφανίζεται, δείχνοντας πόσο σοκαριστική ήταν η στιγμή που ο Ζιντάν πήρε την κόκκινη κάρτα για την κουτουλιά. Πραγματικά, μέχρι να συνειδητοποιήσεις ακριβώς τι συνέβη, μένεις στήλη άλατος και μετά μπορεί να φύγει ένα μακρόσυρτο «ιιιιιιιι», που οξύνει απλώς την ένταση της στιγμής. Εκείνος ο διαιτητής που του έδειξε την κόκκινη κάρτα, ο Οράσιο Ελιζόντο, που πήγε κοντά του ενώπιον της τηλεόρασης η οποία έχασε σε ζωντανή μετάδοση την κουτουλιά, έκανε την κίνηση που σταμάτησε για λίγο τον χρόνο. Και έβγαλε την κόκκινη κάρτα, με τον Ζιντάν να τον κοιτάζει και εκείνος μπερδεμένος: μόλις βλέπει το χρώμα της κάρτας μένει για δύο δευτερόλεπτα απαθής, σαν να προσπαθούσε να εξηγήσει τι σημαίνει αυτό για τον ίδιο. Μετά θυμήθηκε ότι είναι τελικός Μουντιάλ και το τελευταίο παιχνίδι του στο ποδόσφαιρο και έτεινε τα χέρια στον διαιτητή για να τον παρακαλέσει για συμπόνια. Και στο τέλος έτεινε τα χέρια του προς τον Ελιζόντο, για να τον παρακαλέσει να μην του βγάλει την κάρτα, για έλεος. Αλλά χωρίς πολλά πολλά, γύρισε την πλάτη, άρχισε να λύνει τον επίδεσμο από το χέρι του και πέρασε μπροστά από το Παγκόσμιο Κύπελλο. Η φωτογραφία που τον απαθανάτισε να είναι δίπλα σε αυτό, με το “Zidane 10” στην πλάτη, είναι από τις κορυφαίες της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Οι φωτογράφοι βρέθηκαν στο Βερολίνο στις 9 Ιουλίου του 2006 και κοντά στα μεσάνυχτα για την Ελλάδα, στο 112’ της παράτασης του τελικού με τους Ιταλούς, πάτησαν το κουμπί.
Ο Ζιντάν ήταν ένας αρτίστας με άγρια ένστικτα. Η τύχη του, σε κάποια φάση, ήταν ότι δεν πήγε στη Μαρσέιγ, για να πραγματοποιήσει το παιδικό όνειρό του, αλλά στην πιο εκλεπτυσμένη Βουργουνδία και έμαθε τρόπους από την Μπορντό, οι οποίοι τον βοήθησαν στη Γιουβέντους. Αλλά τα ένστικτα παρέμεναν και έκαναν την εμφάνισή τους ξαφνικά στα διαστήματα παιχνιδιών, με άγαρμπα φάουλ. Ο Ζιντάν γύρισε στην κούνια του στην τελευταία αξέχαστη φάση του στο ποδόσφαιρο, μία φάση που ανέδειξε την αξία του καθ’ ολοκληρία, μια και είναι ισότιμη στη μνήμη με τα μαγευτικά κοντρόλ και την άφατη παρουσία του και δεν ξεφεύγει, δεν αφήνει το μνημονικό να παρεκκλίνει κάνοντάς τη μεγαλύτερη από τον ίδιο τον ποδοσφαιριστή. Ο Ζιντάν έγινε το είδωλο της περιθωριακής Γαλλίας παρά το γεγονός ότι δεν εξέφρασε ποτέ μία διαμαρτυρία. Είχε φύλακες, τον Τιράμ, τον Βιεϊρά, τον Ντεσαγί. Ήταν ένας αυτοκράτορας, ελάχιστοι παίκτες έζησαν να παίζουν για εκείνον οι συμπαίκτες του στην εθνική ομάδα με κάθε τρόπο, να είναι το πιο αστραφτερό διαμάντι σε μουσείο και οι συμπαίκτες του τα λέιζερ που το φυλάνε από τους κλέφτες. Ήταν ένας ευλογημένος ποδοσφαιριστής, που σε μάγευε με την κίνησή του. Και ήταν ένας αλητάκος, που διάλεξε μέσα από τους δαίμονές του το τέλος του. Ένα τέλος που δυστυχώς δεν έβγαλε το ποδόσφαιρο από τη μαλθακοποίησή του, η οποία πλέον καθιστά ποινικό αδίκημα ένα πολύ σκληρό μαρκάρισμα στα πολυδιαφημισμένα τέκνα του.
11. Ένα έχω να πω για τον τελικό του Γουίμπλεντον του 2008: μεγάλα παιχνίδια είναι εκείνα τα οποία σκέφτεσαι στην παραλία.
Και εκείνο του Φέντερερ με τον Ναδάλ ήταν πραγματικά μεγάλο παιχνίδι. Ήταν τόσο μεγάλο, που ήταν εκείνο που πηγαινοερχόταν στο μυαλό, η εξέλιξή του, το απύθμενο βρόχινο δράμα που παίχθηκε στο κεντρικό κορτ του Γουίμπλεντον, που το σκεφτόμουν αν και δεν ήταν το αγαπημένο μου: αυτό ήταν ο τελικός του Αυστραλιανού Όπεν του 2009.
Τέσσερις από τους λόγους που προτιμώ τον Φέντερερ από όλους τους άλλους τενίστες:
-Δεν κάνει πολλή ώρα να σερβίρει.
-Κάνει το drop shot όρθιος και δεν μοιάζει με εκτελεστή που σημαδεύει το θύμα του με όπλο από ταράτσα. Ο Ναδάλ κοιτάζει το μπαλάκι και τη ρακέτα και μοιάζει με χειρούργο όταν εξαπολύει το συγκεκριμένο χτύπημα. Ο Τζόκοβιτς τουρλώνει τα… οπίσθια για να κάνει drop shot. Μόνο ο Μάρεï μπορεί να χτυπήσει άνετα το μπαλάκι, αλλά ο Μάρεϊ δεν μπορεί να κάνει αυτό: να προσποιηθεί για drop shot και να κάνει ένα απαλό forehand, που θα δημιουργήσει μία ολόκληρη αθλητική παρωδία: ο αντίπαλος να ανεβαίνει στο κορτ, σίγουρος ότι ο Φέντερερ θα του στείλει το μπαλάκι στο μπροστινό μέρος και αυτό να ίπταται στην απέναντι μεριά, με αποτέλεσμα να σπάει τη μέση του και έτσι να βγάζει ένα κωμικό αποτέλεσμα. Υπάρχει διαφορά στους στίχους, «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας» και «για τις παλιές αγάπες μη μιλάς», ασχέτως αν και οι δύο περιπτώσεις ανήκουν, με κάποιον τρόπο, στον κόσμο της ποίησης.
-Δεν τρέχει στο κορτ, αλλά χορεύει. Κάνει πλάγια βήματα, τέτοιας αρμονίας, που ακόμα και η τηλεόραση στέλνει κάμερα στα πόδια του, ώστε να τα καταγράψει.
Αυτά αναδεικνύουν μία κλάση. Ο Φέντερερ ήταν γρήγορος, αλλά δεν το καταλάβαινες. Ήταν το αισθητικό αντίστοιχο του Ρονάλντο στο ποδόσφαιρο, ο οποίος ήταν ο πιο γρήγορος ποδοσφαιριστής του κόσμου, όταν κέρδισε να τον λένε «Φαινόμενο», με την μπάλα στα πόδια. Ήταν, επίσης, ένας βίαιος εκτελεστης, όποτε χρειαζόταν. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να αποφεύγει να δείχνει τη μηχανική κίνηση, που οι τενίστες έχουν. Η διαφορά του Φέντερερ με όλους τους προηγούμενους και όλους τους τωρινούς ομολόγους του είναι η συνειδητοποίηση ότι έχει σώμα, όπως έγραψε και ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας στη νουβέλα του, Roger Federer as religious experience, μετά το Γουίμπλεντον το 2006.
Από εκείνο το ματς, στο Λονδίνο, την πρώτη Κυριακή του Ιούλη του 2008, όσο περνάει ο καιρός, μία συγκεκριμένη σκηνή φαίνεται να κερδίζει χώρο και αυτή δεν είναι ούτε το εκπληκτικό running forehand του Ναδάλ ούτε το απίστευτο backhand του Φέντερερ. Είναι κάτι πολύ πιο απλό, ένας πολύ κρίσιμος πόντος, ομολογουμένως, αλλά που δεν έχει σχέση με την ποιότητα, που δεν άφησε για την ελαστικότητα των αντίπαλων τους φιλάθλους με ανοικτό το στόμα. Στην πραγματικότητα ήταν ένα λάθος, το οποίο είχε πολλαπλές συνέπειες και με τη δραματικότητά του έδωσε την ευκαιρία για συμπεράσματα, τα οποία ανάγλυφα αποτυπώθηκαν τα επόμενα πέντε χρόνια.
Με το σκορ στο 5-2 στο τάι μπρέικ του τέταρτου σετ, σε ένα διάστημα που ήταν καλύτερο από το τελευταίο λεπτό ενός παιχνιδιού μπάσκετ, από ένα νοκ άουτ, μία πάστα με 100 θερμίδες, μία ντρίμπλα του Μέσι, ένα στοχευμένο γιαούρτι στη βουλή και την παρακολούθηση των δύο Kill Bill σερί, ο Ναδάλ έκανε double fault. Έστειλε το μπαλάκι στο φιλέ στο πρώτο σερβίς και στο δεύτερο έκανε το ίδιο, μόνο που με τα φάλτσα που του έδωσε εκείνο πήρε μία ανάποδη τροχιά και προσγειώθηκε στο μέρος του κορτ που αμυνόταν ο Φέντερερ, αλλά έστριψε προς τα αριστερά και έπεσε εκτός της εμβέλειας που υποχρεούταν να αποκρούσει ο Ελβετός.
Και τότε ο Φέντερερ κοίταξε με περιέργεια το μπαλάκι και μετά τον Ναδάλ. Ήταν μία απολαυστική αντίδραση. Τόσα χρόνια μετά, σκέφτομαι ότι αν παρακαλούσε ο Ισπανός τον διαιτητή να σερβίρει ξανά και εκείνος δεχόταν, ο Φέντερερ θα έδινε την άδειά του, τόσο παράλογο του φάνηκε που πέρασε έξω το μπαλάκι. Ουδείς πίστευε ότι ο Ναδάλ έκανε ένα τέτοιο λάθος. Ο Ελβετός πήρε άλλους τρεις σερί πόντους, έχασε ένα εύκολο forehand που θα του έδινε το σετ, ο Ναδάλ πήρε τον πρώτο match point στο 7-6 και μετά στο 8-7 και τότε ο Φέντερερ έκανε εκείνο το περίφημο passing shot στην ευθεία.
Αλλά εκείνο το βλέμμα της δυσπιστίας, σαν να μην θεώρησε ότι αυτό το double fault όντως συνέβη, ήταν μία υπέροχη μεμονωμένη σκηνή, από εκείνες που αν ήταν ηθοποιοί θα ήταν κομπάρσοι σε ταινία. Ο Ναδάλ έχασε το τέταρτο σετ, το 2-0 υπέρ του έγινε 2-2. Και τότε όλα έδειχναν Φέντερερ. Πέντε συνεχόμενα Γουίμπλεντον, ένα ταξίδι μέχρι της ακτές του Αχέρωντα της μυθιστορίας, μία απίθανη απόδραση που θα ανακούφιζε τους φύλακες του Αλκατράζ, ένας αντίπαλος που ήξερε πώς να τον νικάει, αλλά που δεν είχε παίξει ποτέ πέντε σετ στην καριέρα του σε τελικό Γουίμπλεντον και που, έτσι όπως έχασε το τέταρτο σετ, ήταν πολύ πιθανό να καταρρεύσει στο τελευταίο διάστημα του ματς. Αλλά κράτησε. Η παράσταση του Ναδάλ στο πέμπτο σετ του κεντρικού κορτ, με εκατοντάδες έξω από αυτό να παρακολουθούν τρώγοντας φράουλες με κρέμα, με το τένις να είναι ένα νεογέννητο στο νοσοκομείο της οικουμενικότητας, έδειξε ότι πιο παλιά οι άνθρωποι ήταν πιο συναισθηματικοί. Αλλά όχι και τόσο: στον τελικό του Γουίμπλεντον του 1980 ο Μπγιορν Μποργκ είχε χάσει αντιστοίχως το τέταρτο σετ, όχι με 10-8 αλλά με 19-17, στο τάι μπρέικ από τον Τζον ΜάκΕνρο. Η διαφορά είναι ότι είχε κατακτήσει τέσσερα διαδοχικά Γουίμπλεντον και πήγαινε για πέντε. Ο Ναδάλ βρισκόταν στις παρυφές του πρώτου στην καριέρα του και από τη στιγμή που το να βρίσκεται τόσο κοντά στο να το πάρει αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ μακριά, αυτό ήταν αρκετό για να τον αποθαρρύνει πλήρως. Δεν το έκανε για τα επόμενα 16 γκέιμ και όταν τελικά νύχτωσε, ήταν εκείνος που ανέβηκε στην κερκίδα για να πανηγυρίσει με τον θείο του, που είναι και προπονητής του, και τον πατέρα του. Είχε περάσει στο κορτ 4 ώρες και 48 αγωνιστικά λεπτά, είχε επιστρέψει δύο φορές στα αποδυτήρια λόγω βροχής, είχε χάσει τον ρυθμό του και τον είχε βρει ξανά, περνώντας διά πυρός και σιδήρου μέσα σε ένα από τα κορυφαία παιχνίδια που έγιναν ποτέ.
Υποθέτω ότι οι τρεις τελικοί του Άντι Μάρεϊ με τον Νόβακ Τζόκοβιτς στα τέσσερα τελευταία Major τους κάνουν την κόντρα του τένις. Αλλά όχι εκείνη που χρειαζόταν το τένις. Αυτή ήταν ο Απόλλωνας απέναντι στον Άρη, ο ποιητής απέναντι στον γκραφιτά. Μοιάζει με δευτεροκλασάτη πια, μία και όταν ο Ναδάλ και ο Φέντερερ έμπαιναν στο κορτ για να παίξουν ακόμα έναν τελικό, ακόμα και αν ο νικητής ήταν τις περισσότερες φορές γνωστός, η αθλητική ανθρωπότητα ξαναγραφόταν μέσα από τις αντιθέσεις τους και το πώς συμπλήρωνε η μία την άλλη.
Μετά από σχεδόν ένα μήνα η σειρά βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο, κάνοντας ξανά ένα δειλό βήμα και ελπίζοντας να αποκτήσει το ειδικό βάρος για να δημοσιεύεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Οι 500 λόγοι για τους οποίους αγαπάει κάποιος τον αθλητισμό δεν έχουν, άλλωστε, deadline και προκύπτουν από οτιδήποτε, όπως σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται, και θα συνεχίσει να φαίνεται. Έφθασε στο 29ο μέρος της άλλωστε, πάει να πει ότι σε λίγο καιρό θα τριανταρίσει, αφού είτε πρόκειται για το χρονοντούλαπο των αναμνήσεων ή για το παρόν, για συζητήσεις, για τη μέθεξη του βιωματικού τη στιγμή που συμβαίνει. Λόγω χρονικής απόστασης τα λινκ δεν θα δημοσιευθούν σε αυτό το κείμενο- παρά μόνο αυτό, το 28ο μέρος, που στην πρώτη παράγραφό του περιέχει όλα τα υπόλοιπα- απλώς μόλις τελειώσουν οι πρώτοι εκατό λόγοι θα μπουν σε ένα κείμενο, ώστε να συνεχιστεί η σειρά φθάνοντας σε τριψήφια φιγούρα και να είναι ολοκληρωμένοι.
344. Στην Κλίμακα των Ποδοσφαιριστών που Πρέπει η Ομάδα τους να κρεμάσει τη φανέλα, ο Φραντσέσκο Τότι παίρνει 9.9. Υπάρχει και κάποιος που πάει πάνω από εκείνον, αλλά είτε δεν είναι γνωστός είτε δεν έχει… ζήσει ακόμα. Συζητούσαμε πριν δύο εβδομάδες με τον Γιάννη και αναρωτήθηκε αν πρέπει η Λίβερπουλ να κρεμάσει τη φανέλα του Στίβεν Τζέραρντ, κάτι που, για να είμαι ειλικρινής, δεν πρέπει. Η Λίβερπουλ είναι πελώριος σύλλογος ώστε να κρεμάσει τη φανέλα ενός παίκτη. Το Αμβούργο, παραδείγματος χάρη, θα μπορούσε να έχει κρεμάσει τη φανέλα του Ούβε Ζέελερ και η Μπενφίκα του Εουσέμπιο, αν και το ποδόσφαιρο δεν λειτουργεί έτσι. Οι «Αετοί» του έφτιαξαν άγαλμα το οποίο είναι έξω από το Λουζ, ενώ ο «Μαύρος Πάνθηρας» είναι εν ζωή. Στο ΝΒΑ κρεμούν τις φανέλες των παικτών για να δώσουν στον παίκτη κίνητρο να βρεθεί στην οροφή ενός κλειστού γυμναστηρίου και για να αναδείξουν την ιστορία της ομάδας. Στο ποδόσφαιρο αυτό δεν συμβαίνει, διότι τα νούμερα μεταλαμπαδεύονται από γενιά σε γενιά και κάνουν τον παίκτη που τα φοράει ξεχωρίστο, είναι μία θρησκευτική διδαχή, το «10» της Βραζιλίας και της Αργεντινής, της Γαλλίας.
Αλλά οι Ρωμαίοι είναι τρελοί. Και μπορούν να το κάνουν. Μπορούν να βρουν μία κρεμάστρα και να βάλουν την πορτοκαλί φανέλα με το «10» στο «Ολίμπικο», για να μην τη φορέσει ξανά κανείς. Οπαδοί των «τζιαλορόσι» θα κάνουν σκοπιές για τα επόμενα έξι χιλιάδες χρόνια, για να μην αφήσουν τους οπαδούς της Λάτσιο να πάνε να την πάρουν και να την περιφέρουν σαν λάβαρο, όπως ο Αττίλας ο Ούνος περιέφερε τα δικά του.
Σε καμία ομάδα της τελευταίας εικοσαετίας δεν λατρεύτηκε ποδοσφαιριστής όπως ο Φραντσέσκο Τότι από τους οπαδούς της Ρόμα. Ο αμέσως προηγούμενος ήταν ο Ντιέγκο Μαραντόνα στη Νάπολι. Αν το προσωνύμιο «βασιλιάς» μπορεί να αποδοθεί σε έναν ποδοσφαιριστή ο οποίος είναι τόσο δημοφιλής και έχει το ακαταλόγιστο στην ομάδα του, τότε ο Τότι είναι το νούμερο ένα και μάλιστα μακράν. Κανείς δεν θα έχει τέτοια πίστωση χρόνου όπως ο Τότι στη Ρόμα. Για τους Ρωμαίους η… ζουρλαμάρα του πάει ασορτί με την ψυχοσύνθεση τους και είναι το είδωλό τους, είναι κιόλας ο αντιστασιακός απέναντι στον ποδοσφαιρικό βορρά. Ο ομοσπονδιακός προπονητής που δεν τον χρησιμοποιούσε άκουγε τα εξ αμάξης, διότι το παιδί τους έμενε εκτός νυμφώνος.
Το πιο σημαντικό σε αυτήν τη σχέση είναι ότι δεν στηρίζεται στους τίτλους παρά σε μία παρανοϊκή αγάπη. Με τον Τότι η Ρόμα έχει κατακτήσει ένα Καμπιονάτο, δύο Κύπελλα Ιταλίας και ένα Σούπερ Καπ, δηλαδή σιγά τα λάχανα. Αλλά είναι η κορμοστασιά του, η τρέλα του, ο τρόπος που μοιράζεται τη χαρά του που τον έβαλε στην ψυχή τους, με τρόπο, δηλαδή, που ο Πάολο Μαλντίνι δεν έζησε ποτέ στη Μίλαν και που ο Αλεσάντρο ντελ Πιέρο στη Γιουβέντους: σε αυτές τις σχέσεις, λόγω της εμβέλειας των κλαμπ, έπρεπε να υπάρχει μία σοβαροφάνεια. Ο Τότι έμενε με το βρακί στο «Ολίμπικο» και με το βρακί έμεναν όλοι οι οπαδοί της Ρόμα. Θύμωνε στο γήπεδο και όταν η Ρόμα έχανε κλάδευε τον αντίπαλο, δείχνοντας ότι διαθέτει το ίδιο μίσος σε εκείνον που εμπαίζει την ομάδα.
Συν τοις άλλοις, εκεί βρίσκεται 20 χρόνια και θα τελειώσει την καριέρα του εκεί. Κανείς δεν θα θυμάται πού ήταν πριν και αν ρωτήσεις 10 ανθρώπους να σου πουν πέντε ποδοσφαιριστές οι οποίοι έπαιξαν σε όλη την καριέρα τους στην ίδια ομάδα, οι 8 θα βάλουν τον Τότι στην κατηγορία.
404. Δεν ξέρω αν το έχει συνειδητοποιήσει κάποιος, αλλά στους δύο τελευταίους τελικούς των Ολυμπιακών Αγώνων στο μπάσκετ έχουν μπει 432 πόντοι. Επίσης και στα δύο παιχνίδια οι ομάδες έβαλαν πάνω από 100 πόντους. Το μέγεθος είναι ασύλληπτο. Είναι δύο από τα κορυφαία παιχνίδια μπάσκετ που έγιναν ποτέ και ήταν τόσο μεγάλα που ο τελικός των ΗΠΑ με την Ισπανία στο Λονδίνο αδικείται επειδή είχε γίνει το παιχνίδι στο Πεκίνο. Είναι τόσο χαμηλά, σε θέση, επειδή είναι οι Ισπανοί, οι οποίοι είναι εν γένει αντιπαθητικοί, αλλά και ειδικά: από εκείνο τον ημιτελικό στη Μαδρίτη, στο Ευρωμπάσκετ του 2007, που ήδη έχει συλλεκτική αξία.
Η διαφορά των δύο παιχνιδιών, σε Πεκίνο και Λονδίνο, ήταν οι στιγμές: το κάρφωμα του Ρούνι πάνω από τον Ντουάιτ Χάουαρντ, το τρίποντο και φάουλ του Κόμπε. Σε εκείνο το παιχνίδι δόθηκε αρκετή σημασία, σε αντίθεση με αυτό, το οποίο, όμως, ήταν εξίσου παρανοϊκό. Ο ηλεκτρισμός στο κλειστό του μπάσκετ στο Λονδίνο και στο Πεκίνο ήταν διαπεραστικός και οι παίκτες συμμετείχαν στο όλο σκηνικό. Ήταν δύο εκπληκτικά παιχνίδια.
Στο μπάσκετ, βεβαίως, αλλά και στο ποδόσφαιρο υπάρχει ένας διαχωρισμός σε ό,τι αφορά τον τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων με τα υπόλοιπα ομαδικά σπορ: για το δεύτερο καμιά δεκαριά ματς μόνο διεθνών διοργανώσεων είναι σημαντικότερα, ενώ για το πρώτο υπάρχουν οι τελικοί του ΝΒΑ, που είναι τα πραγματικά σημαντικά ματς κάθε χρονιάς. Αν οι Αμερικάνοι δεν ξυπνήσουν για να δουν τον τελικό του Πεκίνου ή του Λονδίνου, τότε το παιχνίδι δεν είναι σημαντικό. Αυτό που κάνει ένα παιχνίδι σημαντικό και μία διοργάνωση, είναι η τηλεοπτική κάλυψη. Αν ξυπνούσαν μία μέρα στο ESPN και είχαν για πρώτο θέμα τον τελικό των 100μ. ελεύθερο κολύμβησης στους Μεσογειακούς Αγώνες, τότε το γεγονός θα αποκτούσε τριπλάσια αξία. Σε ό,τι αφορά τον τελικό μπάσκετ στους Ολυμπιακούς; Είναι ένα σπουδαίο γεγονός, μόνο που εκείνη τη μέρα έχει τον τελικό βόλεϊ Ανδρών, τον τελικό χάντμπολ Ανδρών, τον τελικό πόλο Ανδρών, αγώνες μποξ, τον μαραθώνιο. Δεν μπορείς να διαχωρίσεις το μπάσκετ από τα υπόλοιπα αθλήματα, παρ’ όλα αυτά τα δύο παιχνίδια ήταν θεσπέσια. Και παρά τους αχώνευτους Ισπανούς, άνετα τα έβλεπα ξανά σε βίντεο. Ειδικά του Πεκίνου. Σε αυτό υπάρχει ένας επιπρόσθετος λόγος, διότι ένας Ισπανός πράγματι μου αρέσει και αυτός είναι ο Ρίκι Ρούμπιο. Σε εκείνον τον φαντασμαγορικό τελικό, με τραυματία τον Χοσέ Καλντερόν και τον ίδιο στα 18 του, τα έβαλε μονάχος με τα θηρία.
497. Να βλέπεις αθλητικά στις αργίες. Boxing day στις 26 Δεκεμβρίου, ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα την Κυριακή του Πάσχα, Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου στη Μόσχα ή Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα κολύμβησης στη Βουδαπέστη- και κυρίως, Ολυμπιακούς Αγώνες, στην Αθήνα και στο Πεκίνο- στις 15 Αυγούστου. Ο αθλητισμός είναι η μεγαλύτερη ευλογία και τέτοιοι αγώνες δίνουν στις μέρες