Το βασανιστήριο του Αλχημιστή
Το μήνυμα στο τηλέφωνο, αργά τη νύχτα της 2ης Σεπτεμβρίου ή ξημερώματα Τρίτης, ήταν απογοητευτικό. «Έχουμε αποκαθηλωθεί ρε. 0-3 σετ με 45 αβίαστα λάθη. Πρέπει να πάψω να ελπίζω». Την ίδια νύχτα δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία. Αλλά το επόμενο πρωί η στενοχώρια πλημμύρισε το δωμάτιο.
Όποιος ακολουθεί τον Ρότζερ Φέντερερ από το 2004, νιώθει σχεδόν το ίδιο στις ήττες του στα Major. Η μιζέρια απλώνεται παντού στο δωμάτιο, ακόμα κι αν, πια, τον έχεις συνηθίσει να χάνει. Υπάρχει ένα χρονικό διάστημα που ο θεατης τον έχει συνηθίσει να χάνει. Και παρ’ όλα αυτά, είναι σχεδόν πάντα το ίδιο πράγμα. Θέλεις να μη σου μιλάει κανείς και να χωθείς στην τρύπα του εαυτού σου. Θέλεις να μείνεις άπλυτος και βρώμικος και να κοιτάς το ταβάνι, έστω για πέντε λεπτά. Θέλεις για λίγο την ησυχία σου.
Εκείνη η ήττα στον τέταρτο γύρο του US Open από τον Τόμι Ρομπρέδο ήταν σχεδόν σοκαριστική. Στο άκουσμά της μπορεί να νόμιζες, για ένα χρονικό διάστημα που κρατάει κάτω από ένα δευτερόλεπτο, ότι είναι ένα αστείο. Οι θεατές του παιχνιδιού προλείαιναν το έδαφος για την πρώτη αναμέτρησή του με τον Ράφα Ναδάλ στη Νέα Υόρκη, που δεν έγινε. Και δεν θα γίνει, εκτός αν ο Φέντερερ συνεχίζει να παίζει και φθάσει τόσο χαμηλά που ο Ναδάλ κάποια στιγμή μέσα στην επόμενη διετία θα τον συναντήσει στον δεύτερο γύρο ενός Major στο «Μεγάλο Μήλο».
Όσοι ακολουθούν τον Ρότζερ Φέντερερ στις προσπάθειές τους στα Major στενοχωροιούνται πραγματικά όταν χάνει. Και όταν νικάει, μπορεί να ουρλιάξουν από τη χαρά τους. Ο Ρότζερ Φέντερερ χάνει πολύ συχνά πια, το 2013 ήταν μακράν η χειρότερη χρονιά της καριέρας του. Δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση από τον χρόνο. Ο Αλχημιστής του τένις, που κατόρθωσε να συνδυάσει με το παιχνίδι του όλες τις εποχές του, που δημιούργησε χτυπήματα τα οποία του ανήκουν (εκτός κι αν κάποιος προαιώνιος ξέρει άλλον που έκανε το drop forehand, την προσποίηση ότι θα κάνει drop shot και το χτύπημα βαθιά στο τερέν του αντίπαλου) και που έφτιαξε το πιο ελκυστικό περίγραμμα πρωταθλητή στην ιστορία του αθλητισμού, υποφέρει.
Ο Ρότζερ Φέντερερ και η ελεύθερη πτώση του είναι ένα από τα γεγονότα που στιγμάτισαν αθλητικά το 2013. Θα μπορούσε να είναι κάθε χρόνο, όσο παίζει, ένα από τα πρόσωπα της χρονιάς. Στην Ισπανία ψήφισαν τον Ράφα Ναδάλ τον κορυφαίο αθλητή όλων των εποχών, στη Σερβία ξυπνούν αξημέρωτα για να ουρλιάξουν για τον Νόβακ Τζόκοβιτς, στη Γαλλία υπάρχει μία ομάδα τενιστών η οποία υποχρεώνει τη θρυλική Equipe να τους «παίζει» στο πρωτοσέλιδό της, στη Γερμανία επίσης υπάρχουν δυο τρεις πολύ σημαντικοί παίκτες- παρά το γεγονός ότι εδώ πρέπει να πούμε πως τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Γερμανοί έχουν μία παράδοση η οποία εκτείνεται πέρα από την εποχή του Φέντερερ- και γενικώς το τένις έχει μία κοσμική παραδοχή, είναι ένα οικουμενικό σπορ που ακόμα και αν ανήκει στους πλούσιους όλος ο κόσμος το παρακολουθεί. Δεν θα ήταν έτσι αν δεν υπήρχε ο Φέντερερ, να θέσει τόσο υψηλά στάνταρ στο παιχνίδι, ώστε να δημιουργήσει αντίπαλους που θα εντυπωσίαζαν με τις προσπάθειές τους να προσπαθήσουν να τον νικήσουν, αθλητές-φαινόμενα που είναι τυχεροί που υπήρξε ο Ελβετός και κατάφεραν να βγάλουν τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα τους.
Ωστόσο αυτός ο λόγος, ο γενικός, δεν αρκεί. Ο ειδικός λόγος είναι η στενοχώρια που νιώθει ο κόσμος του τένις όταν χάνει. Υπάρχει μία εντυπωσιακή δήλωση που έκανε πριν ενάμιση μήνα η Κρις Έβερτ, η κόντρα της οποίας με τη Μαρτίνα Ναβρατίλοβα τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 καθόρισε την άνοδο του γυναικείου τένις ισοϋψώς με τη νίκη της Μπίλι Τζιν Κινγκ επί του Μπομπ Ριγκς, και η οποία ευθαρσώς δήλωσε ότι «οι ήττες του μου προκαλούν περισσότερο πόνο από ό,τι οι δικές μου. Πιστέψτε με, δεν είμαι αβανταδόρα. Όταν χάνει, πονάω».
Είναι κοινή συναίσθηση στον κόσμο του τένις, αλλά και στον θεατή. Όταν χάνει ο Φέντερερ (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, θα γίνει πατέρας ξανά μέσα στο 2014), η ένταση και το ηλεκτρισμένο πεδίο που δημιουργούνται είναι αδύνατον να μην παρατηρηθούν. Είναι μία αθλητική στενοχώρια μακριά από το πεδίο του επαγγελματικού αθλητισμού, σαν να συρρικνώνεται όλος ο κόσμος μέσα στην απόγνωσή του. Η μεταδοτικότητα των συναισθημάτων του δεν αρκείται στις κερκίδες, αλλά περνάει μέσα από τα καλώδια της τηλεόρασης. Ο Φέντερερ βασανίζεται όταν χάνει, καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού που ψάχνει τον εαυτό του δεν γυρεύει μόνο τον τρόπο για να νικήσει, αλλά τη λύτρωσή του. Μπορείς να συναισθανθείς τον πανικό και να νιώσεις την οδύνη, το ξεφύσημα της αναπνοής του που είναι, ταυτοχρόνως, ένα μικρό αλλά βαρύ αεράκι της λύπης. Το νιώθουν όλοι, ένα πένθιμο εμβατήριο απλώνεται κατά μήκος του κορτ. Θέλεις να ουρλιάξεις μαζί του έναν αλαλαγμό που πρέπει να του τον έμαθε ο πρώτος μάγειρας που σκοτώθηκε πριν προλάβει να γίνει η σος, στην πρώτη βόμβα των Γερμανών στο Παρίσι. Κάθε ήττα του Φέντερερ, που τον φέρνει ένα βήμα κοντά στο τέλος, νιώθεις ότι είναι μία ήττα του τένις. Μία ήττα της ποιητικής λογοτεχνίας, η μέρα που πέθανε η μουσική.
Αυτήν τη στιγμή ο Φέντερερ μοιάζει με τον Ζαν Ντουζαρντέν στο The Artist. Το τένις αλλάζει χωρίς να τον έχει προσκαλέσει κανείς. Νέα πρόσωπα έχουν ήδη ξεμυτίσει και ο Νεφεληγερέτης της ρακέτας τα έχει στείλει για να πάρουν τη θέση του. Ο βωβός κινηματογράφος έχει τελειώσει και ο Φέντερερ ψάχνει τη σχεδία της σωτηρίας του, της ανέλιξής του εκεί που βρισκόταν.
Εκτός, πια, κι αν υπάρχουν τραπουλόχαρτα που δεν τα έχει παίξει ακόμα. Με τον συναγερμό να μην έχει σταματήσει λεπτό να βαράει, το 2014 θα δείξει αν το μανίκι του συνδέεται με το δέρμα ή τα χωρίζει ένας σαγηνευτικός Άσος με καρδιές τριγύρω.