«Χάλκινος» ο Γκιώνης
Το επώνυμο Σαμσόνοφ θα μπορούσε να είναι: μάρκα ηλεκτρονικών ειδών, πληρωμένος δολοφόνος, σκακιστής, πεταλούδα που βάπτισε ο Ναμπόκοφ, νταβατζής. Είναι, αντιθέτως, ο Λευκορώσος που νίκησε- όχι χωρίς μάχη- τον Παναγιώτη Γκιώνη στον ημιτελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος της Σβέσατ. Όχι, όπως γράφτηκε και στο αμέσως προηγούμενο κείμενο, χωρίς να παλέψει. Το 4-2 ήρθε μετά από μάχη, με τον Γκιώνη να προδίδεται από την… προηγούμενη νίκη του επί του Σαμσόνοφ, που ήταν η δεύτερη στην καριέρα του, ένα μυθικό 3-2 στον ημιτελικό με τη Λευκορωσία. Προφανώς, δεν θα το άλλαζε. Αυτή η νίκη ήταν η πιο σημαντική στην πρόκριση της Εθνικής στον τελικό του ομαδικού, για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Με τις φωτογραφίες που έβγαλε από τη Σβέσατ, ο Παναγιώτης Γκιώνης κάνει περήφανους τους φίλους του από το Γαλάτσι. Καμιά φορά, όταν βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν παίζει στο εξωτερικό, στήνει παιχνίδια μαζί τους, τα οποία έχουν χαβαλέ (για τον ίδιο). Το χάλκινο μετάλλιο είναι σπουδαία προσωπική υπόθεση, αν και δεν το έχει ανάγκη για να συνεχίσει. Ωστόσο πάντα χρειάζεται να νιώθει ότι, από τη στιγμή που δεν έχει φθάσει στο πικ του στα 33 του, η πορεία μπορεί να συνεχίσει να είναι ανοδική. Από μικρός φαινόταν. Τα λυκειόπαιδα της Γκράβας στον δρόμο τον περιέγραφαν ως «πρωταθλητή στο πινγκ-πονγκ». Εκείνοι που δεν γνώριζαν, τα ρωτούσαν αν μιλάνε σοβαρά.
Ο Γκιώνης στεκόταν περήφανος ανάμεσα στους υπόλοιπους. Ο Σαμσόνοφ μπορεί να τον πέρασε- επειδή δικαιώθηκε από τη στατιστική, που λέει ότι δεν ήταν δυνατόν να χάσει δύο φορές την ίδια εβδομάδα από έναν αντίπαλο που είχε χάσει δύο φορές τα προηγούμενα χρόνια (ακόμα και η Εθνική, στο Ευρωμπάσκετ του 1987, είχε νικήσει περισσότερες φορές τη Γιουγκοσλαβία πριν από αυτά τα δύο ματς)- ωστόσο έπεσε θύμα συντριβής στον τελικό, από τον ασυγκράτητο Γερμανό Ντμίτρι Οφτσάροφ, ο οποίος τον «σκούπισε», 4-0. Οι Γερμανοί τα πήραν όλα από την αυστριακή Σβέσατ και έφυγαν. Και οι Έλληνες ήταν επίσης πανευτυχείς, στα μετάλλια νούμερο 12 και 13 της χώρας σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα.