Η ατμομηχανή του Ελσίνκι
Στην προτελευταία εβδομαδιαία ολυμπιακή ιστορία του gavros.gr πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου (27 Ιουλίου – 12 Αυγούστου) επίκεντρο είναι ο Εμίλ Ζάτοπεκ, ο Τσεχοσλοβάκος που έκανε ό,τι κανείς άλλος δεν μπόρεσε πριν ή μετά.
Πώς είναι να ζεις για σχεδόν μισό αιώνα χωρίς κανείς να έχει καταφέρει να κάνει αυτό που έκανες εσύ; Ο Μαρκ Σπιτς είδε, 36 χρόνια μετά το Μόναχο, τον Μάικλ Φελπς να αυξάνει το ρεκόρ των επτά χρυσών μεταλλίων του στην κολύμβηση. Ο Μπομπ Μπίμον είδε τον Μάικλ Πάουελ να σπάει το παγκόσμιο ρεκόρ του, το 1991 στο Τόκιο, 23 χρόνια μετά από εκείνο το μυθικό βράδυ στο Μεξικό, που πήδηξε 8,90μ. στο άλμα εις μήκος. Ο Πιτ Σάμπρας είδε τον Ρότζερ Φέντερερ να τον προσπερνάει σε Γκραν Σλαμ τον Ιούλιο του 2009, μόλις επτά χρόνια από την επίτευξη του δικού του ρεκόρ και το αντίστοιχο έκανε ο Ρόι Έμερσον, όταν τον Ιούλη του 2002, στο Γουίμπλεντον, είδε τον Σάμπρας να τον προσπερνά. Αλλά ο Εμίλ Ζάτοπεκ, νικητής στα 5.000μ., στα 10.000μ. και στον μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων του Ελσίνκι, το 1952, έζησε ακόμα για πάνω από 48 χρόνια, αποχαιρετώντας τον μάταιο τούτο κόσμο στις 22 Νοεμβρίου του 2000, χωρίς να δει κανέναν να ισοφαρίζει, έστω, αυτόν τον τριπλό θρίαμβο και όντας ο μόνος που τον έχει κάνει. Ο μόνος στην ιστορία του αθλητισμού, που έχει καταφέρει να πάρει αυτά τα τρία χρυσά μετάλλια, ένα επίτευγμα που δεν είναι απλώς ιστορικό, είναι μοναδικό. Έχει την αίσθηση του «ποτέ» και του «πάντα» στην ίδια φράση: ποτέ άλλος αθλητής δεν έχει καταφέρει να πάρει τρία χρυσά μετάλλια στα 5.000μ., στα 10.000μ. και στον μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων (φέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια) και, κατά συνέπεια, αυτό το ρεκόρ μπορεί να κρατήσει για πάντα.
Όταν ο Εμίλ Ζάτοπεκ τερμάτισε στον μαραθώνιο του Ελσίνκι, ο Guardian έγραψε ότι «έμοιαζε με έναν άνθρωπο που έκανε ελαφρύ περίπατο στην εξοχή». Είχε προηγηθεί μία στιχομυθία με έναν Βρετανό αντίπαλό του, τον Τζιμ Πίτερς, τον οποίο πλησίασε ο Ζάτοπεκ πριν την έναρξη του μαραθωνίου. Ο Πίτερς είχε άχτι τον Τσεχοσλοβάκο, μια και τέσσερα χρόνια πριν, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, τον είχε νικήσει με υπερβολική άνεση στα 10.000μ. Εκείνη η κούρσα ήταν η αφορμή που ο Πίτερς διάλεξε να ασχοληθεί με τον μαραθώνιο: έγινε υπερβολικά καλός, τόσο που είχε κάνει άνετο παγκόσμιο ρεκόρ λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Αυτός ο νευρώδης φαλακρός τύπος τον πλησίασε λίγο πριν την έναρξη του μαραθωνίου: «Γεια σου», του είπε, «είμαι ο Ζάτοπεκ». Ο Πίτερς δεν είχε καμία όρεξη να συνεχίσει την κουβέντα, παρ’ όλα αυτά έτεινε το χέρι του στον Τσεχοσλοβάκο. Μία ώρα μετά και ενώ προπορευόταν στην κούρσα, ο Ζάτοπεκ τον πλησίασε ξανά. «Ε, Τζιμ», αναφώνησε, «είναι αρκετά γρήγορος ο ρυθμός;». Ο Πίτερς του απάντησε: «Δεν είναι αρκετά γρήγορος». Ο Ζάτοπεκ ανησύχησε και άρχισε να τρέχει γρηγορότερα. Ο Βρετανός εξομολογήθηκε μετά ότι ήταν πολύ χαρούμενος, διότι με αυτήν την απάντησή του είχε ως στόχο να ξεγελάσει τον Τσεχοσλοβάκο αντίπαλό του. Τον είδε μετά από λίγη ώρα, όταν εκείνος ήταν σε ένα λεωφορείο γεμάτο από δημοσιογράφους, προδομένος από τις κράμπες που τον έπιασαν στην κούρσα και ενώ ο Ζάτοπεκ προπορευόταν με δύο λεπτά από τους αντίπαλούς του. Τερμάτισε και έκανε τον γύρο του θριάμβου, μέσα σε ένα Ολυμπιακό Στάδιο του Ελσίνκι που φώναζε το όνομά του, στις πλάτες των Τζαμαϊκανών θριαμβευτών στην κούρσα 4x400μ., ολοκληρώνοντας ένα απίθανο τρεμπλ.
ΔΡΟΜΕΑΣ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ
Στα 14 του ο Εμίλ Ζάτοπεκ είχε στον νου του ένα πράγμα: να γίνει δάσκαλος. Αλλά θεώρησε ότι ήταν αρκετά τυχερός όταν έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο παπουτσιών Bata, το οποίο του επέτρεπε να παρακολουθεί μαθήματα σε νυχτερινό σχολείο, στο Ζλιν. Το τρέξιμο ήταν κάτι που δεν τον αφορούσε, για αυτό και απέφευγε τεχνηέντως, για τρία χρόνια, το να τρέχει στην ετήσια κούρσα που γινόταν, κάθε δεύτερη Κυριακή του Μάη, στην πόλη. Δεν τα κατάφερε το 1940, όταν ο δάσκαλός του τού ζήτησε να τρέξει και ο Ζάτοπεκ επικαλέστηκε ασθένεια. Αυτό το κόλπο δεν έπιασε, ο δάσκαλος τον πήγε σε γιατρό που του έδωσε το ΟΚ για να τρέξει. «Ήμουν θυμωμένος», θυμήθηκε ο Τσεχοσλοβάκος, που εξήγησε ότι «ήμουν 18, δηλαδή ενήλικος, και ένιωθα ότι ουδείς μπορούσε να αποφασίζει για λογαριασμό μου. Εξάλλου, ήταν αθλητές από όλη τη Δημοκρατία και δεν υπήρχε χώρος για μένα». Υποχρεώθηκε, ωστόσο, να λάβει μέρος στην κούρσα και, κατά τη διάρκειά της, είχε την επιθυμία να νικήσει. Τερμάτισε δεύτερος. Μπορεί να μη νίκησε, αλλά ήταν μία θέση αρκετή για να προσελκύσει τον αθλητικό σύλλογο του Ζλιν και, τελικά, να τον στείλει στα ταρτάν.
Αυτά που είχε διαβάσει για το ιερό τέρας του φινλανδικού αθλητισμού, με τα εννιά χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1920 στην Αμβέρσα, του 1924 στο Παρίσι και του 1928 στο Άμστερνταμ (και τα τρία ασημένια σε Αμβέρσα και Άμστερνταμ), τον Πάαβο Νούρμι, ήταν αρκετά για να βασίσει την προπόνησή του και να φέρνει τον εαυτό του σε οριακές καταστάσεις. «Το τρέξιμο είναι αρκετά κατανοητό», είπε. «Πρέπει να είσαι γρήγορος και να έχεις αντοχή. Οπότε τρέχεις γρήγορα, για να αποκτήσεις ταχύτητα και επαναλαμβάνεις τις κούρσες, για να αποκτήσεις αντοχή». Μόνο που ο ίδιος το παράκανε. Ξεκίνησε τις προπονήσεις με 5 σπριντ 200 μέτρων, συνέχισε με 20 τρεξίματα 400 μέτρων και τελείωνε με 5 σπριντ 200 μέτρων. Όταν είδε ότι αυτό είχε αποτέλεσμα, συνέχισε με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο. Έκανε 40 τετρακοσάρια, 50 έπειτα, 60 και 70 κατόπιν. Υπήρχε εποχή που έκανε 100 τετρακοσάρια τη μέρα, 50 το πρωί και 50 το απόγευμα. «Είναι τα όρια του πόνου και του μαρτυρίου που ξεχωρίζουν τους άντρες από τα παιδιά», συνήθιζε να λέει.
Είμαστε στα 1946, ο πόλεμος έχει τελειώσει, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Λονδίνου πλησιάζουν και στο Βερολίνο γίνεται ένας αγώνας δρόμου που δικαίωμα συμμετοχής έχουν μόνο αθλητές από τις συμμαχικές δυνάμεις. Ο Ζάτοπεκ θέλει να πάει, αλλά δεν βρίσκει τον τρόπο μετάβασης από την Πράγα στο Βερολίνο. Παίρνει το ποδήλατο και διανύει 354 χιλιόμετρα για να φθάσει στην πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας. Στο Στάδιο το κοινό τον βλέπει έκπληκτο να ξεκινάει με… σπριντ την κούρσα και οι καγχασμοί ακούγονται από τις κερκίδες. «Νόμιζαν ότι είμαι τρελός», θυμήθηκε ο Ζάτοπεκ. “Ποιος είναι αυτός;”, αναρωτιόντουσαν. “Είναι τρελός”. Τρελός, αλλά νίκησαν τον αγώνα. Και ήταν μεγάλη έμπνευση για μένα».
Θα μπορούσε κάποιος να τον πει τρελό. Κανείς δεν ξέρει πώς έμαθε πέντε ξένες γλώσσες. Το σίγουρο είναι ότι έκανε περισσότερους φίλους μέσα σε μία κούρσα από ό,τι οι άλλοι αθλητές επιχειρώντας δημόσιες σχέσεις εκτός σταδίων. Ένας Βρετανός αθλητής παραπονιόταν ότι «δεν έβγαζε ποτέ τον σκασμό». Στο δεύτερο μισό του μαραθωνίου του 1952 απολάμβανε τον διάλογο με φωτογράφους οι οποίοι βρίσκονταν σε ένα αυτοκίνητο και μετά δήλωσε ότι «ο μαραθώνιος είναι μία πολύ βαρετή κούρσα». Αυτό το θάρρος και η ελάχιστη κοινοτυπία που διέθετε, μαζί με το απαράμιλλο στυλ τρεξίματός του, του χάρισαν εκτός από πολλές σπουδαίες νίκες και τη σύζυγό του.
ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΑΜΟΥ
Μόλις ένα χρόνο πριν τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου άρχισε να τρέχει ο Ζάτοπεκ 10.000μ. Μάλιστα, για κάποιο λόγο τα είχε αφορίσει, αλλά ανακάλυψε ότι και σε αυτά ήταν εξίσου καλός. Πήγε στην πρωτεύουσα της Αγγλίας έχοντας χρόνο που απείχε μόλις 1,6 δευτερόλεπτο από το παγκόσμιο ρεκόρ. Σε εκείνο τον τελικό, το 1948, ο Τσεχοσλοβάκος είχε καταστρώσει ένα πλάνο με τον προπονητή του, το οποίο θύμιζε παλιά παραμύθια. Για να νικήσει την κούρσα, έπρεπε να κάνει κάθε στροφή σε 71 δευτερόλεπτα. Ο προπονητής του καθόταν στην κερκίδα, στο ύψος του τερματισμού, και κρατούσε ένα ρολόι χειρός, με το οποίο θα γνώριζε τον χρόνο που έκανε ο δρομέας του. Επίσης κρατούσε και δύο φανελάκια, το ένα άσπρο, το άλλο κόκκινο. Αν ο Ζάτοπεκ έκανε από 71 δευτερόλεπτα και κάτω σε κάθε στροφή, θα σήκωνε το άσπρο φανελάκι. Αν όχι, θα ανέμιζε το κόκκινο. Έπρεπε να φθάσει στην όγδοη στροφή ο Τσεχοσλοβάκος, για να δει το κόκκινο φανελάκι και μετά από εκείνο το σημείο άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα, για να καλύψει τον χαμένο χρόνο. Ήταν μία καταπληκτική παράσταση, στην οποία πήρε μία θριαμβευτική νίκη, με 48 δευτερόλεπτα διαφορά από τον δεύτερο. «Η κούρσα μίας ζωής», έγραψε ο Guardian, και συμπλήρωσε: «Αυτό που κάνει απίστευτη τη νίκη του Ζάτοπεκ, είναι ότι είναι ο ασχημότερος νικητής». Ο αγγλικός και ο αμερικανικός Τύπος διασκέδασαν με την ψυχή τους αυτόν τον θρίαμβο, προσπαθώντας να περιγράψουν το στυλ του Τσεχοσλοβάκου, ο οποίος κουνούσε, σε όλη τη διάρκεια της κούρσας, το κεφάλι δεξιά και αριστερά, δίνοντας την αίσθηση ότι πνέει τα λοίσθια. «Έμοιαζε σαν να παλεύει με ένα χταπόδι μέσα σε μια ζώνη μεταφοράς», έγραψαν οι Times της Νέας Υόρκης, που πρόσθεταν: «Ήταν μία βιαστική ψυχή στο ράφι των ψυχικών και φυσικών βασανιστηρίων». «Επιπλέοντας, στριφογυρνώντας, σφίγγοντας το κορμί του. Έτρεξε σαν ένας άνθρωπος με θηλιά γύρω από τον λαιμό του. Φαινόταν στα πρόθυρα της ασφυξίας».
Ήταν μόλις η πρώτη μέρα των Αγώνων. Στα 5.000μ. ο Ζάτοπεκ φαινόταν να έχει εγκαταλειφθεί από την αντοχή του. Ο Βέλγος Γκαστόν Ριφ προηγούταν άνετα στην κούρσα. Ο Τσεχοσλοβάκος δεν τα παράτησε και 100 μέτρα πριν τον τερματισμό έκανε την τελική αντεπίθεσή του. 10 μέτρα πριν τον τερματισμό ο Ριφ μπορούσε να ακούσει τα βήματά του και την ανάσα του. Κράτησε τη νίκη, με απόσταση 20 εκατοστών του δευτερολέπτου. «Ηταν μία παράσταση που θα τον έβαζε στους αθάνατους του στίβου», γράφτηκε. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η αθανασία τον περίμενε.
Μπορεί να νίκησε μόνο το δεκάρι, αλλά βρήκε και μία σύζυγο. Η Ντάνα Ινγκρόβα ήταν πέμπτη στο ακόντιο σε εκείνους τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Με τον Ζάτοπεκ είχε γεννηθεί την ίδια ημερομηνία, στις 19 Σεπτεμβρίου του 1922. Στο Λονδίνο «κόλλησαν», παίζοντας. Δηλαδή η Ινγκρόβα πετούσε το ακόντιό της και ο Εμίλ πήγαινε να της το φέρει με σπριντ. Ο έρωτας άνθισε και ο Ζάτοπεκ πήγε στο Πικαντίλι Σέρκους και αγόρασε δύο χρυσά δαχτυλίδια. Βρήκε την ανυποψίαστη Ντάνα. «Οπότε, γεννηθήκαμε την ίδια μέρα», της είπε. «Τι θα γινόταν αν παντρευόμασταν και την ίδια μέρα;». Παντρεύτηκαν την ίδια μέρα, δύο μήνες μετά.
ΕΝΑ ΠΑΝΑΚΡΙΒΟ ΔΩΡΟ
Από το 1949 έως το 1951 ο Ζάτοπεκ ήταν απλησίαστος: 69 κούρσες και 69 νίκες. Το 1951 τραυματίστηκε όταν σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο. Λίγο πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ασθενής. Τα μεσάνυχτα της μέρας πριν την κούρσα των 10.000μ., ένας Αυστραλός δημοσιογράφος βρέθηκε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που διέμενε και του ζήτησε συνέντευξη. Ο Ζάτοπεκ του μίλησε για 20 λεπτά. Μετά ανακάλυψε ότι δεν έχει ξενοδοχείο για να μείνει. Τον προσκάλεσε να μείνει μαζί του.
Την επόμενη μέρα ήταν άνετος νικητής, αλλά ο στόχος, ασφαλώς, ήταν τα 5.000μ. Φαινόταν ότι θα την πατήσει ξανά. Στην τελευταία στροφή μία εντυπωσιακή μανούβρα τον έφερε μπροστά από τους Κρις Τσάταγουεϊ, Άλεν Μίμουν και Χέρμπερτ Σέιντ. Δεν ξανάχασε το προβάδισμα. 10 λεπτά αργότερα, η Ινγκρόβα, που λεγόταν Ζατοπέκοβα, πήρε το χρυσό μετάλλιο στο ακόντιο.
Ο γεννημένος στο Κοπρίβνιτσε δρομέας μεγάλων αποστάσεων έκανε, με τον μαραθώνιο, το ολόχρυσο τρεμπλ. Σαν να μη συνέβη τίποτα από όλα αυτά, συνέχισε τις μαρτυρικές προπονήσεις του. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1954 συνετρίβη στα 5.000μ. από τον Σοβιετικό Βλαντιμίρ Κουτς και αυτό του στοίχισε. Τον επόμενο χρόνο, σε μία συνέντευξη Τύπου προπονητών στην Πράγα, οι Σοβιετικοί είπαν ότι ο Κουτς τρέχει τόσο γρήγορα όσο ποτέ ο Ζάτοπεκ δεν έχει τρέξει και με τη μισή προπόνηση. Ήταν λόγια που πλήγωναν τον Ζάτοπεκ. «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, σκεφτόμουν “γιατί;”, “γιατί;”. Ρώτησα τον Κουτς. Τρέχει 20 τετρακοσάρια τη μέρα και όμως κάθε χρόνο τρέχει γρηγορότερα. Παράγει ποιότητα στη θέση της ποσότητας», ομολόγησε ο Τσεχοσλοβάκος.
Ο Ζάτοπεκ έκανε προπόνηση στους δρόμους της πόλης, τρέχοντας μέσα στην Πράγα και πολλές φορές κουβαλώντας τη σύζυγό του στην πλάτη του. Στον μαραθώνιο της Μελβούρνης, το 1956, ήταν έκτος και αυτό το πλασάρισμα τον οδήγησε στο να αποχωρήσει από τους στίβους. Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει.
Το σπίτι του Ζάτοπεκ και της Ινγκρόβα στην Πράγα είχε γίνει… καφετέρια. «Είναι το πιο χαρούμενο και πιο… ανάλαφρο ( gayest είναι η λέξη που χρησιμοποίησε) σπίτι που έχω πάει», είχε δηλώσει ο Βρετανός πρώην αντίπαλος του, Γκόρντον Πιρι. Το 1968 και λίγο πριν καρατομήσουν τον Ζάτοπεκ από αξιωματικό του τσεχοσλοβάκικου στρατού- ως δημόσιο υποστηρικτή της δυτικής ροπής που οδήγησε στην «Άνοιξη της Πράγας»- οι Σοβιετικοί, που βύθισαν την άνοιξη στο αίμα (και που τον οδήγησε επίσης, σε ορυχεία ουρανίου στα οποία εργάστηκε επτά χρόνια, με αποτέλεσμα την εκπληκτική ατάκα «η γη είναι ωραία, όχι μόνο από πάνω αλλά, και από μέσα», από τον «Ρομπέρτο Μπενίνι του στίβου») τον είχε επισκεφθεί ο Αυστραλός Ρον Κλαρκ, ένας από τους καλύτερους δρομείς μεγάλων αποστάσεων και από τους άτυχους των Ολυμπιακών Αγώνων, αφού κατέρρευσε στο Μεξικό και από την ασθένεια του υψομέτρου λίγο έλειψε να πεθάνει. Ο Ζάτοπεκ πέρασε με τον Κλαρκ μία ευχάριστη μέρα και στο τέλος, όταν ο δεύτερος έφευγε από την Πράγα, ο φιλόξενος Τσεχοσλοβάκος του έδωσε ένα δέμα και του είπε, «όχι λόγω φιλίας, αλλά επειδή το αξίζετε».
Ο Κλαρκ πήρε το δέμα από αυτόν που πάνω από 30 χρόνια μετά θα έλεγε ότι «δεν υπήρξε σπουδαιότερος άνδρας», στην εκδήλωση που έγινε στη μνήμη του το 2000, στο Εθνικό Θέατρο της Πράγας και ανέβηκε στο αεροπλάνο. Το άνοιξε και εκεί ήταν, το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο του αγώνα των 10.000μ. στο Ελσίνκι.
Ο Αυστραλός πήγε στην τουαλέτα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.