Το δώρο του Σίμπενικ στον κόσμο
Η εβδομαδιαία ιστορία του gavros.gr για τους Ολυμπιακούς Αγώνες μέχρι την έναρξη της διοργάνωσης του Λονδίνου (27 Ιουλίου – 12 Αυγούστου) συνδυάζεται με την επέτειο των 19 ετών από τον θάνατο του Ντράζεν Πέτροβιτς.
Η πρώτη πολύ σπουδαία αθλητική στιγμή του κροατικού έθνους, με τις αναθυμιάσεις από τον εμφύλιο της πρώην ενωμένης Γιουγκοσλαβίας να κυριαρχούν στον βαλκανικό αέρα, ήταν η 25η Ιουλίου του 1992. Η αποστολή με τους αθλητές που φορούσαν τις φόρμες με το μπλε, το κόκκινο και το άσπρο μπήκε εκείνη τη μέρα στο Ολυμπιακό Στάδιο της Βαρκελώνης. Σημαιοφόρος της αποστολής ήταν το πιο μεγάλο τάλαντο της χώρας, η πιο εμβληματική μορφή της συνολικά: ο Ντράζεν Πέτροβιτς.
Στο «Ολιμπίκ ντε Μονζουΐκ», λοιπόν, ο 28χρονος μπασκετμπολίστας κουβαλούσε την κροατική σημαία. Ο Ντράζεν δεν ήταν μόνο ο πιο δημοφιλής αθλητής της Κροατίας, αλλά και εκείνος που πρώτος έριξε μαύρη πέτρα πίσω του σε ό,τι αφορά τη Γιουγκοσλαβία. Δεν ήταν η προσωπικότητα που θα έμπαινε μπροστά, στήριγμα στους παλιούς συμπαίκτες και φίλους του με τους οποίους έπαιζε χιονοπόλεμο έξω από το αθλητικό κέντρο της Ρόγκλας. Αποφάσισε ότι η θέση του ήταν με το κράτος του και για να γίνει αυτό ήταν ένα γεγονός που συνέβη στη Λατινική Αμερική που έπαιξε τον πιο καθοριστικό ρόλο.
20 Αυγούστου 1990, Μπουένος Άιρες. Στο σίγουρα στοιχειωμένο Λούνα Παρκ η Γιουγκοσλαβία σκορπίζει στους πέντε καυτούς αργεντινούς ανέμους την Κοινοπολιτεία. Ο ανταγωνισμός δεν επισκέπτεται ποτέ τον τελικό και το τελικό 92-75 είναι ένα σκορ που δείχνει τη διαφορά ποιότητας μεταξύ των δύο ομάδων. Την ώρα που ο Αλεξάντερ Βολκόφ φεύγει περίλυπος για τα αποδυτήρια, ο Βλάντε Ντίβατς ψάχνει για μία σημαία της Γιουγκοσλαβίας, ώστε να πανηγυρίσει μαζί με τους συμπαίκτες του. Ένας φίλαθλος μπαίνει στο παρκέ κρατώντας μία κροατική σημαία. Πάει να τη δώσει στους συμπατριώτες του, που έχουν αρχίσει να υποψιάζονται ότι οι μελλοντικές πολιτικές (και πολεμικές, όπως αποδείχθηκε) εξελίξεις να σηματοδοτήσουν το άγαρμπο τέλος μίας υπέροχης εποχής.
Εκείνο το βράδυ οι Γιουγκοσλάβοι πανηγυρίζουν, αλλά οι κροατικές εφημερίδες δεν έχουν καμία όρεξη για πανηγύρι. Καταφέρονται κατά του Ντίβατς, που δεν γλιτώνει την κατακραυγή. Η αθώα κίνησή του να μην αφήσει κανέναν να χαλάσει το μομέντουμ είναι πολύ βαριά για να περάσει έτσι, το πατριωτικό αίσθημα έχει πληγεί και διψάει για αίμα. Ο Πέτροβιτς παίρνει την απόφαση ότι η ενωμένη Γιουγκοσλαβία δεν σημαίνει κάτι για αυτόν. Κόβει τις τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Ντίβατς και όταν οι Λος Άντζελες Λέικερς πάνε στο Πόρτλαντ για να παίξουν με τους Μπλέιζερς και ο Βλάντε εμφανίζεται σε μία προπόνηση στο γήπεδο, ο Ντράζεν είναι κλεισμένος στα αποδυτήρια. Ο τσιγγάνος σέντερ τον βρίσκει, για να καταλάβει ότι ο Πέτροβιτς θέλει να κόψει εντελώς τις επαφές μαζί του. Ο «Μότσαρτ» γράφει, με πανικό και φόβο στο βλέμμα, τον Ντον Τζιοβάνι.
ΑΪΜΟ ΧΡΒΑΤΣΚΑ
Το επόμενο καλοκαίρι, η Γιουγκοσλαβία είναι στο πρώτο σκαλί του βάθρου των νικητών στο Ευρωμπάσκετ της Ρώμης, τα πιτσιρίκια έχουν μεγαλώσει. Ο ιδιοφυής Τόνι Κούκοτς, που ήταν MVP του Μουντομπάσκετ, σηκώνει το υπέροχο τρόπαιο μέσα στην «αιώνια πόλη» με μία μελαγχολία στο βλέμμα. Το ξέρουν- και έρχεται το σλοβένικο μποϊκοτάζ που στέλνει τον Γιούρι Ζντόβντς στην πατρίδα του πριν τον ημιτελικό με τη Γαλλία για να τους υπενθυμίσει- ότι οι χλιαροί πανηγυρισμοί τους είναι το τέλος μίας απίθανης τετραετίας και μίας ολόκληρης εποχής η οποία κινούταν από το όραμα του μυθικού Γιόζιπ Μπρος Τίτο. Από το ασημένιο μετάλλιο, υποκλινόμενοι στον Αρβίντας Σαμπόνις, το 1988 στη Σεούλ, στα τρία χρυσά από το Ζάγκρεμπ στο Μπουένος Άιρες και από εκεί στη Ρώμη, οι Γιουγκοσλάβοι δεν παίζονται. Ο Πέτροβιτς και ο Ντίβατς έχουν πάει ήδη στο ΝΒΑ, ο Πάσπαλι έχει δοκιμάσει την τύχη του, αλλά είναι πολύ ατίθασος για να πετύχει, ο Κούκοτς και ο Ράτζα θα μπορούσαν να έχουν πάει… από χθες. Ο πόλεμος έχει ξεκινήσει όμως και στη Ρώμη ο Πέτροβιτς δεν δίνει το «παρών», επικαλούμενος θερινή προετοιμασία με τους Νιου Τζέρσεϊ Νετς, στους οποίους θα θριαμβεύσει, φθάνοντας να είναι ο 11ος σκόρερ του πρωταθλήματος, με μέσο όρο 22,3 πόντων. Αλλά είναι φανερό ότι είναι ο πρώτος που βάζει τους τίτλους τέλους σε μία ένδοξη εποχή και μία ομάδα που θα μνημονεύουν πολλοί ως την κορυφαία Εθνική πλην εκείνη των επαγγελματιών που έδρασε στο παγκόσμιο μπασκετικό στερέωμα.
Αλλά δεν έμελλε να απολαύσει πολύ την κροατικότητά (σικ) του. Η νίκη στον ημιτελικό των Ολυμπιακών Αγώνων επί της Κοινοπολιτείας με 75-74 στις 6 Αυγούστου, ανατρέποντας μία διαφορά 10 πόντων στο ημίχρονο (30-40) γιορτάζεται σαν εθνική εορτή από το κροατικό έθνος. Η εθνική ομάδα της χώρας παίρνει μετάλλιο στους Ολυμπιακούς, ένα χρόνο μετά τις πρώτες αιματοβαμμένες μέρες ανεξαρτησίας: είναι ζωντανοί και κάνουν τον γύρο του κόσμου, ή τουλάχιστον έτσι νιώθουν.
Στα πρώτα λεπτά του τελικού με την Dream Team ο Ντράζεν μπαίνει στο παρκέ αγριεμένος, ο Τόνι Κούκοτς (που έχει γίνει ντραφτ από τους Σικάγο Μπουλς και στο πρώτο ματς των δύο ομάδων στο round robin ο Σκότι Πίπεν του δείχνει… τι εστί βερίκοκο) βοηθάει και οι «Χρβάτσκι» δεν είναι κομπάρσοι του τελικού. Προηγούνται με 25-23 περίπου στο δεκάλεπτο, σηματοδοτώντας το πιο μακρύ χρονικό διάστημα από την έναρξη ενός ματς που η ομάδα του Τσακ Ντέιλι βρίσκεται πίσω στο σκορ. Προϊόντος του χρόνου, βέβαια, η κάνουλα στερεύει, οι Αμερικανοί προηγούνται με 56-42 στο ημίχρονο και το δεύτερο μέρος είναι ένα πάρτι: 117-85 είναι το τελικό σκορ. Αλλά η ομάδα του Πέταρ Σκάνσι υλοποιεί τον σκοπό της, επιστρέφει στο σπίτι με το ασημένιο μετάλλιο. Είναι 10 Αυγούστου του 1992, όταν ολόκληρος ο κροατικός λαός βρίσκεται στο πόδι. Δέκα μήνες παρά τρεις μέρες μετά, ωστόσο, θα ήταν η ώρα του μεγάλου πένθους.
ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΣΤΟ ΜΙΡΟΓΚΟΪ
Ο Ντράζεν Πέτροβιτς γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1964 στο Σίμπενικ και τα έκανε όλα πολύ γρήγορα. Από το 1979 φόρτωνε τα καλάθια των αντίπαλων με πόντους, ως ηγέτης της Σιμπένκα, η οποία έχασε το πρωτάθλημα του 1983 από μία απόφαση της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, που έκρινε τη διαιτησία του τελικού με την Μπόσνα Σαράγεβο ακατάλληλη, σε ένα ματς που κρίθηκε από δύο βολές του Ντράζεν στο φινάλε. Η Σιμπένκα αποφασίζει να μην παραστεί στην επανάληψη του παιχνιδιού και η Μπόσνα κατακτά το πρωτάθλημα.
Αλλά το ποτάμι δεν γύριζε πίσω. Η επιθυμία για νίκη του έφηβου Πέτροβιτς είναι εμφανής. Η Σιμπένκα έφθασε το 1982 και το 1983 στους τελικούς Κυπέλλου Κόρατς που έχασε από τη Λιμόζ. Ο Πέτροβιτς πάει και βρίσκει τον αδελφό του, Αλεξάντερ, στην Τσιμπόνα και το 1985 βάζει 36 πόντους κόντρα στη Ρεάλ Μαδρίτης στην Αθήνα, προσθέτοντας 22 το 1986, απέναντι στη Ζαλγκίρις Κάουνας, για να πάρει ισάριθμα Κύπελλα Πρωταθλητριών. Το 1988 φεύγει από το Ζάγκρεμπ και μεταναστεύει στη Μαδρίτη, αφού η Ρεάλ τον αποκτά. Μπορεί να κατακτά το Κύπελλο Κόρατς κόντρα στην Τσιμπόνα εκείνη τη χρονιά, αλλά στους δύο τελικούς ο Ντράζεν αθροίζει 94 πόντους! Είναι ένας ασταμάτητος σκόρερ, που περνάει πλάγια, πάνω και μέσα από τον αντίπαλο, είναι θρασύς και από το 1983- και τον μυθικό καυγά που προκάλεσε ο ίδιος στη Ναντ, με τους Ιταλούς, προκαλώντας τον Τζιλάρντι και κερδίζοντας το ελληνικό παρατσούκλι του, «γιος του διαβόλου»- είναι μέλος της εθνικής Γιουγκοσλαβίας. Στη Μαδρίτη δεν γίνεται δεκτός μετά Βαΐων και Κλάδων, μάλιστα η προσέγγιση «νόμιζα ότι η Ρεάλ παίρνει, εκτός από μεγάλους παίκτες, και σπουδαίους ανθρώπους, και με την απόκτηση του Πέτροβιτς μου δείχνει ότι κάνω λάθος», του παλιού μυθικού προπονητή της ομάδας, Πέδρο Φεραντίθ, καταδεικνύει του λόγου το ασφαλές.
Αλλά ο Μότσαρτ παίζει το μεγάλο αριστούργημά του στην Αθήνα: 62 πόντοι κόντρα στην Καζέρτα και νίκη με 117-113 για τους «μερένχες» στην παράταση του τελικού Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1989. Η Ευρώπη είναι στενωπός για τον Ντράζεν που φεύγει για το ΝΒΑ. Στη θέση του παίζει ο Κλάιντ Ντρέξλερ και ο Πέτροβιτς είναι, εκτός από αναπληρωματικός, στενοχωρημένος στο Πόρτλαντ. Κάνει παπάδες στο Νιου Τζέρσεϊ και στο Challenge Round της Πολωνίας, το 1993, εμφανίζεται ένας άλλος παίκτης. Πιο γυμνασμένος, ο οποίος, κιόλας, στον θερινό περίπατο της Κροατίας για την πρόκριση στο Ευρωμπάσκετ της Γερμανίας, έχει 41 πόντους μέσο όρο. Οι Κροάτες μπαίνουν στο αεροπλάνο για την επιστροφή στην πατρίδα: όλοι πλην του Ντράζεν, ο οποίος φοβάται τα αεροπλάνα. Επειδή είναι το χαϊδεμένο παιδί του έθνους, ο Πέταρ Σκάνσι του κάνει το χατίρι να επιστρέψει με το αμάξι, παρέα με την Κλάρα Σαλάντζι, μοντέλο από τη Γερμανία, και την Τουρκάλα Χιλάλ Έντεμπαλ, μία Τουρκάλα παίκτρια του μπάσκετ.
Στην Autobahn 9 του Ντέκεντορφ, δίπλα στο Ίνγκολσταντ, ο Ντράζεν κοιμάται, η ορατότητα είναι περιορισμένη και η Σαλάντζι, χάνει τον έλεγχο του αμαξιού. Ο «Μότσαρτ» παίζει το ρέκβιεμ με σφαλιστά τα μάτια: ο θάνατος τον βρίσκει ακαριαία και χωρίς να φοράει ζώνη. Είναι 7 Ιουνίου, 17:20 το απόγευμα.
Λίγες ώρες μετά, η είδηση μοιάζει με φάρσα. Το κροατικό έθνος βρίσκεται στο πόδι και αυτήν τη φορά είναι για το δυσβάσταχτο πένθος. Οι συμπαίκτες του στην εθνική Κροατίας κουβαλούν το φέρετρό του στο κοιμητήριο του Μιρογκόι, και ο Στόγιαν Βράνκοβιτς καταρρέει από το κλάμα. Τα 217 εκατοστά του μοιάζουν να είναι πλαστελίνη. Στους Σέρβους και τους Μαυροβούνιους συμπαίκτες του απαγορεύεται να παρευρεθούν στην κηδεία του.
Ήταν 4,5 μήνες πριν κλείσει τα 29 χρόνια του.