Knock out flow
Από το ρεζιλίκι που επεφύλαξε στις 22 Ιουνίου του 1938 ο Τζο Λούις στον Μαξ Σμέλινγκ, στο «Γιάνκις Στέιντιουμ» της Νέας Υόρκης- όταν τα μαύρα αδέλφια ούρλιαζαν πάνω από τα ραδιόφωνα που περιέγραφαν το περίφημο νοκ άουτ- στον έκτο γύρο του τελικού των βαρέων βαρών το 1964, που ο Σόνι Λίστον δεν σηκώθηκε για να αντιμετωπίσει τον Μοχάμεντ Αλί, και από τα έξι νοκ ντάουν του Τζορτζ Φόρμαν στον Τζο Φρέιζερ στο Κίνγκστον το 1973, στον απίθανο πρώτο γύρο των Μάρβιν Χάγκλερ και Τόμας Χερνς το 1985, που αποκλήθηκε «The War», η πυγμαχία είναι ένα άθλημα με βαθιά παράδοση, με πλούσια ιστορία, που, όπως αποδεικνύεται, μπορεί να εμπνεύσει και τους μοντέρνους καιρούς.
Υπάρχουν άντρες που μελαγχολούν, βλέποντας το τένις να έχει πάρει τη δημοφιλία από το μποξ και αναρωτιούνται για τις διαφορές στη ζωή, στους μοντέρνους καιρούς, εντούτοις αγόρια μπορούν να βρίσκουν στο άθλημα συγκινήσεις, που να τους οδηγούν ακόμα και μουσικά. Οι «Βήτα Πεις» αποτίνουν φόρο τιμής σε αυτό, μια και στη νέα τους δουλειά (ένα αποτέλεσμα εξαετίας), τον «Εύφλεκτον» φέρνουν με έναν όχι πολύ συνηθισμένο χιπ χοπ τρόπο, πολλούς πρωταγωνιστές των ρινγκ, στο «Knock out flow». Ο τίτλος του τραγουδιού προέρχεται από τον πλέον αναγνωρίσιμο πυγμαχικό όρο, και το flow, που είναι εκείνο το ρήμα που χρησιμοποιούσε ο Κάσιους Κλέι για να κάνει μία από τις κορυφαίες αθλητικές παρομοιώσεις όλων των εποχών, πριν καν γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής. Το «flow like a butterfly and sting like a bee» ήταν όντως αλαζονικό και υπέροχο για έναν πυγμάχο που έμεινε στην ιστορία ως ο κορυφαίος (για πολλούς), αλλά κυρίως ως ο πιο αντιδραστικός. Μετά τη νίκη του στο Ιλινόι επί του Σόνι Λίστον, στις 25 Φεβρουαρίου του 1964, ο Κλέι ανακοίνωσε ότι αλλάζει το όνομά του σε Μοχάμεντ Αλί, για να είναι ένας ελεύθερος μουσουλμάνος και όχι απόγονος σκλάβων, και οι «Βήτα Πεις» μνημονεύουν τη στιγμή με το δίστιχο «δεν είμαι πιόνι ούτε σκλάβος, ελεύθερος είμαι πάλι, μεταμόρφωση Κάσιους Κλέι σε Μοχάμεντ Άλι».
Ο νυν 70χρονος λιποτάκτης του Βιετνάμ αναφέρεται εμμέσως και σε άλλο ένα σημείο. «Παλεύοντας όλη τη μέρα στη ζούγκλα, Τζορτζ Φόρμαν». Μάλιστα, σε μία εμπνευστική σκηνή ακούγεται το καμπανάκι, που μάλλον ήταν εκείνο (ή θα ήταν ωραίο να έχουν όλοι εκείνοι που ασχολούνται με τον αθλητικό ονειροκόσμο την αίσθηση ότι είναι) που χτύπησε για να μπουν οι δύο μποξέρ στη μάχη για τον όγδοο γύρο του αγώνας της Κινσάσας στο Ζαΐρ, στις 30 Οκτωβρίου του 1974. Το περίφημο «Rumble in the Jungle», στο οποίο ο Μοχάμεντ Αλί- με τη μνημειώδη τακτική «Rope a dope», που σήμαινε ότι έμενε στα σκοινιά αντέχοντας στις γροθιές του Φόρμαν, που θεωρείται ένα από τα πιο φονικά όπλα που πάτησαν το πόδι τους σε ρινγκ, μέχρι, λίγο πριν τελειώσει ο όγδοος γύρος, να πέσει νοκ άουτ- έγινε ο πρώτος πυγμάχος που κατέκτησε τον παγκόσμιο τίτλο επτά χρόνια μετά τον προηγούμενο θρίαμβό του.
Τούτη η εποχή τελειώνει εκεί: οι «Βήτα Πεις» είναι νοσταλγοί, αλλά πατάνε γερά με τα πόδια τους στο παρόν και ατενίζουν αισιόδοξα το μέλλον. Η πυγμαχία είναι το όχημά τους για να δείξουν ότι στη μάχη της ζωής μέσα στην Αθήνα, την πρωτεύουσα και μία δύσκολη πόλη, τους βρίσκει μάχιμους, ανεξαρτήτως αν είναι νικητές ή νικημένοι. Αν και θέλουν να επικρατούν, δεν υπόσχονται ότι τα μέσα που θα το κάνουν είναι σύννομα. «Κι αν όχι, σαν τον Τάισον και εμείς μερικές φορές το χάνουμε, να προσέχεις τ’ αυτιά σου manγιατί δεν ξέρουμε να χάνουμε». Αυτή η αναφορά γίνεται για τον αγώνα στο ξενοδοχείο MGM Grand (εκεί που οι παλιοί διασκεδαστές έκαναν τηλεοπτικά σόου) στο Λας Βέγκας της Νεβάδας, στις 28 Ιουνίου του 1997, μάλλον τον τελευταίο αγώνα που είχε παγκόσμια απήχηση στο μποξ. Όταν, δηλαδή, ο Μάικ Τάισον, μην μπορώντας να αποδεχθεί την καθαρή ήττα του από τον Εβάντερ Χόλιφιλντ, του δάγκωσε το αυτί στον τρίτο γύρο. Για την ιστορία, ο Τάισον σηκώθηκε από την καρέκλα του για να παίξει αυτόν τον γύρο χωρίς τη μασέλα του, ο διαιτητής Λέιν τον γύρισε πίσω και 40’’ πριν τη λήξη του, δάγκωσε το δεξί αυτί του αντίπαλού του, με αποτέλεσμα να του κόψει ένα κομμάτι. Ο αγώνας διακόπηκε αλλά συνεχίστηκε κανονικά και λίγο αργότερα ο Τάισον δάγκωσε και το αριστερό αυτί του Χόλιφιλντ. Παρά το γεγονός ότι ο Βρετανός πετάχτηκε πίσω έκπληκτος, αυτήν τη φορά ο αγώνας δεν διακόπηκε, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να χάσει την άδειά του για να πυγμαχεί, ενώ τιμωρήθηκε και με πρόστιμο 3 εκατομμυρίων δολαρίων.
Εκτός από αυτά τα γνωστά γεγονότα, το τραγούδι έχει αναφορές πιο ψαγμένες και σίγουρα με ένα ευδιάθετο περίγραμμα ύπαρξης, με ένα συμμετρικό στυλ, αναφορές. Ξεκινώντας από τον έξι φορές πρωταθλητή κόσμου στις κατηγορίες ελαφρών βαρών, μύγας και φετρού, τον Φιλιππινέζο Μάνι Πακιάο ο οποίος ψηφίστηκε ως κορυφαίος πυγμάχος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα από την Ομοσπονδία Πυγμαχικών Συντακτών στις ΗΠΑ. Ο περίφημος «PacMan» είναι πλέον βουλευτής του 15ου Κογκρέσου των Φιλιππίνων και εκπρόσωπος της περιοχής Σαρανγκάνι από τον Μάιο του 2010.Ο Μάνι Πακιάο έριξε νοκ άουτ τον Ρίκι Χάτον στον δεύτερο γύρο του μεταξύ τους τελικού ελαφρών βαρών ακριβώς τρία χρόνια πριν, στις 2 Μαΐου του 2009, επίσης στο MGM Grand, για αυτό, άλλωστε, στο ίδιο μέρος του κουπλέ γίνεται η αναφορά με τον στίχο «Γύρος δεύτερος, αριστερό χουκ, πέφτεις Ρίκι Χάτον».
Κατόπιν γίνεται η αναφορά στο ριμάτς του Μιγκέλ Κότο με τον Αντόνιο Μαργκαρίτο: στις 3 Δεκεμβρίου του 2011 στο «Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν» ο πρώτος επικράτησε του δεύτερου με τεχνικό νοκ άουτ για τη Super Welterweight, παίρνοντας, επί της ουσίας, εκδίκηση για την ήττα του τον Ιούλιο του 2008, όταν, όπως ισχυρίστηκε ο Πορτορικανός, ο Μαργκαρίτο είχε παρανομήσει χρησιμοποιώντας γάντια εντελώς ακατάλληλα.
Ο Φλόιντ Μέιγουεδερ, για τον οποίο αναφέρουν ότι «ζουν την καλή ζωή του», είναι επτά φορές πρωταθλητής κόσμου, στις κατηγορίες φτερού και ελαφρών βαρών, αλλά κυρίως είναι ο πρώτος Αμερικανός πυγμάχος που νίκησε Κουβανό σε Ολυμπιακούς Αγώνες μετά από 20 χρόνια: το 1996, στον προημιτελικό της Ατλάντας, επικράτησε του Λορέντζο Αραγκόν και αυτή ήταν η πρώτη φορά μετά το Μόντρεαλ που συνέβη. Στον ημιτελικό με τον Βούλγαρο Σεραφίμ Τοντόροφ, ο καλοντυμένος Μέιγουεδερ έχασε από μία αμφιλεγόμενη απόφαση, με 10-9 στα σημεία. Η αμερικανική ομάδα είχε κάνει ένσταση, τονίζοντας ότι αυτή η απόφαση λήφθηκε από την επιρροή που άσκησε στους κριτές ο αρχηγός των διαιτητών, Βούλγαρος Εμίλ Ζέτσεφ.
Ο Ζαμπ Τζούντα ήταν ένας αδιαφιλονίκητος πρωταθλητής της Super Welterweight. Η αναφορά του, με το χαρακτηριστικό «χτυπήματα κάτω απ’ τη μέση», γίνεται για τον αγώνα της 3ης Νοεμβρίου του 2001, πάλι στο Λας Βέγκας, για τον τίτλο του Undisputed Light Welterweight με τον Κόστγια Τσιου. 10 δευτερόλεπτα πριν το τέλος του δεύτερου γύρου, ο Τσιου έριξε μία δεξιά γροθιά στον Τζούντα, ο οποίος απομακρύνθηκε με τα χέρια κάτω. Ο Τσιου τον ακολούθησε και του έριξε άλλο ένα κροσέ, με αποτέλεσμα να τον ρίξει κάτω. Ο Τζούντα σηκώθηκε κατευθείαν, αλλά το έκανε τόσο γρήγορα με αποτέλεσμα να ζαλιστεί και να ξαναπέσει κάτω. Ο διαιτητής Τζέι Νέιντι έδειξε ότι ο αγώνας τελείωσε. Στη μία άκρη του ρινγκ ο Τζούντα ήταν εξοργισμένος και απελπισμένος, πήρε το σκαμνί που καθόταν και το πέταξε στη μέση του ρινγκ, ενώ κατευθύνθηκε στον Νέιντι με άγριες διαθέσεις, και δείχνοντας τη γροθιά του.
Όσον αφορά στη «σπαγγέτι Ρόκι Μαρτσιάνο», είναι ένα κλάσικ. Ο Ιταλοαμερικάνος Ρόκο Φράνσις Μαργκετζάνο λογίζεται ως ο μόνος αήττητος επαγγελματίας πυγμάχος στην ιστορία του μποξ. Υπερασπίστηκε τον τίτλο του έξι φορές, ενώ δεν ήρθε ούτε ισόπαλος στα σημεία. Το ποσοστό είναι καταπληκτικό: 49 αγώνες, 49 νίκες, 43 νοκ άουτ, στην κατηγορία βαρέων βαρών. Ο Μαρτσιάνο και μερικοί άλλοι Ιταλοαμερικανοί μποξέρ, όπως ο Τζέικ Λα Μότα, στον οποίο αναφέρεται η κινηματογραφική ιστορία, έγινε η αφορμή για να γυρίσει ο Μάρτιν Σκορτσέζε το επικό «Οργισμένο Είδωλο», που έδωσε το πρώτο Όσκαρ στον Ρόμπερτ ντε Νίρο.
Άλλα δύο ονόματα πυγμάχων που ακούγονται είναι του Ρόι Τζόουνς τζούνιορ, που έχει πάρει τον παγκόσμιο τίτλο στα μεσαίων βαρών, τελείωσε την καριέρα του με 55-8 και καμία ισοπαλία και επέστρεψε μετά την ήττα του την 1η Οκτωβρίου του 2005 από τον Αντόνιο Τάρβερ και αφού ήταν σχολιαστής του HBO για κάποιον καιρό, ενώ αναφορά γίνεται στον «Mighty Mike Arnaoutis». Τον Μιχάλη Αρναούτη, γεννημένο στο Ζεφύρι στις 6 Σεπτεμβρίου του 1979, παγκόσμιο πρωταθλητή της κατηγορίας ελαφρών βαρών.
Τέλος, στην υπέροχη επιστροφή στο μέλλον, που είναι το τελευταίο κουπλέ, εκείνο ενός φανταστικού αποχαιρετισμού, μίας μαγικής εικόνας που αναδεικνύει μία πληρότητα, ο θρυλικός Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον δεν θα μπορούσε να λείπει. 200 ματς, 173 νίκες, οι 108 με νοκ άουτ, 19 ήττες, 8 ισοπαλίες. Ντιν ντιν ντιν.
Οι «Βήτα Πεις» μπορεί να πει κάποιος ότι βρίσκονται στο ρινγκ της μουσικής βιομηχανίας, αλλά μακριά από… στημένα παιχνίδια, άλλωστε αυτά είναι και η «πληγή του Φαραώ» που ακολουθεί κατά πόδας τις γοητευτικές ιστορίες που ακούγονται για το άθλημα. Δεν έχουν δώσει τα δικαιώματά τους σε καμία εταιρεία, οι θαυμαστές τους μπορούν να κατεβάσουν τα κομμάτια τους από την ιστοσελίδα «bitapeis.gr» και, ακόμα κι αν δεν σου αρέσει αυτό το είδος της μουσικής, δεν μπορείς παρά να παραδεχθείς ότι είναι μία σεμνή παρέα, με σεβασμό στις αξίες. Παιδιά γύρω στα 30, με αγνές φιλοδοξίες, με προσωπική ηθική και χωρίς να έχουν το εύκολο χρήμα ως στόχο. Τα έσοδά τους βγαίνουν από τις συναυλίες. Το «Εύφλεκτον», που είναι η τελευταία δουλειά τους, θα παρουσιαστεί την Παρασκευή, 4 Μαΐου, στο Fuzz. Αυτή η αλληγορική ωδή στην πυγμαχία, ντυμένη με έναν (αν και επιφανειακά low bup) σίγουρα λεπτά φρενήρη μουσικό ρυθμό, είναι η ιστορία δύο παράλληλων κόσμων, με κοινό παρονομαστή το ρινγκ, που η εικόνα του μεταλλάσσεται αναλόγως με τον άνθρωπο και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην καθημερινότητα.