Με τον Κάσιους στη Ρώμη
Στο πλαίσιο της εβδομαδιαίας ιστορίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έως την έναρξη της διοργάνωσης του Λονδίνου (27 Ιουλίου – 12 Αυγούστου), το gavros.gr λέει χρόνια πολλά στον Μοχάμεντ Αλί, που την Τρίτη κλείνει τα 70 χρόνια του και θυμάται το χρυσό μετάλλιο του Κάσιους Κλέι στη Ρώμη, το 1960.
Εμού, του Μοχάμεντ, του ιδίου, Κάσιους. Εμού, του παγκόσμιου πρωταθλητή, του ιδίου, του «χρυσού» ολυμπιονίκη. Εμού, του γεννημένου στο Λούιβιλ του Κεντάκι στις 17 Ιανουαρίου του 1942, του ιδίου, του συμβόλου των ΗΠΑ, του αγωνιστή για τα δικαιώματα των μαύρων, του λιποτάκτη του πολέμου του Βιετνάμ, του προσβεβλημένου από τη νόσο του Πάρκινσον, Αγάλματος της Ελευθερίας για τα μαύρα αδέλφια του. Εμού, του φερέλπιδα πυγμάχου, του ιδίου, του GOAT. Που σημαίνει Greatest Of All Times, αλλά μπορεί και να σημαίνει ότι «μπροστά στο σύμπαν είμαι μία κατσίκα». Το είπε ο ίδιος. Ο Κάσιους Μαρσέλους Κλέι Τζούνιορ. Ο Μοχάμεντ Αλί.
Ο Μουσουλμάνος.
Πολύ πριν την ολυμπιακή φλόγα και το χρυσό μετάλλιο που του δόθηκε στην Ατλάντα. Πολύ πριν το «Thrilla in Manilla» κόντρα στον Τζο Φρέιζερ. Πολύ πριν το μυθιστορικό, πια, και κινηματογραφικό «Rumble in the Jungle», απέναντι στον Τζορτζ Φόρμαν. Πρωτύτερα, ακόμα, και από τις 25 Φεβρουαρίου του 1964, όταν ο Σόνι Λίστον δεν σηκώθηκε για να αγωνιστεί στον όγδοο γύρο. Όταν ο Κάσιους Κλέι ήταν πιτσιρικάς, άκλειστα 18, και μπήκε στην εθνική ομάδα πυγμαχίας των ΗΠΑ, ήταν ένας εντελώς διαφορετικός τύπος. Όχι υπό την έννοια της σεμνότητας, άλλωστε πριν μπει σε εκείνη είχε γνωστοποιήσει ότι θα (και όχι θέλει να) γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής στην κατηγορία βαρέων βαρέων, ενώ δεν ήταν παρά ένα παιδί που άνοιγε το στόμα του τις περισσότερες φορές για να αυτοαποθεωθεί. Στη Ρώμη, ο Κλέι πήγε ως ένας αθλητής της «καλύτερης χώρας του κόσμου», όπως ο ίδιος την αποκάλεσε, ενώ, όταν ρωτήθηκε για τον ρατσισμό, απάντησε: «Έχουμε ανθρώπους ειδήμονες που δουλεύουν πάνω σε αυτό το κομμάτι». Φυσικά δεν ήξερε αυτό που τον περίμενε, όταν επέστρεφε, με το χρυσό μετάλλιο κρεμασμένο στον λαιμό, και που θα του έδειχνε τον δρόμο για μία κοσμοθεωρία η οποία τότε φτιαχνόταν. Το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρος, ήταν ότι είναι ένας πολύ καλός πυγμάχος. Αυτό ήθελε να το μάθει και ο κόσμος, του είχε γίνει, πριν τη Ρώμη, η μοναδική επιθυμία.
«Ήρθε στην ομάδα, αν δεν τον ήξερες, ως αντιπαθητικός εξυπνάκιας», θυμήθηκε ο συνάδελφός του και κολεγιόπαις Τζέρι Άρμστρονγκ, ωστόσο σημείωσε: «Αλλά ήταν ειλικρινής. Δεν υπήρχε κάτι ψεύτικο πάνω του». Στους υπόλοιπους πυγμάχους έκανε εντύπωση το γεγονός ότι «παραβίαζε συνεχώς τους νόμους του αγωνίσματος. Σου μαθαίνουν να έχεις τα χέρια ψηλά και το σαγόνι κατεβασμένο. Αλλά είχε καταπληκτικά αντανακλαστικά και την έβγαζε καθαρή», συμπλήρωσε ο Άρμστρονγκ. Ο Ελληνοαμερικανός πυγμάχος, Νίκος Σπανάκος, είχε συναντήσει τον Αλί στο παναμερικανικό πρωτάθλημα του 1959, που ήταν και προολυμπιακό τουρνουά. «Θυμάμαι ένα ψηλό θρασύ παιδί, που κορδωνόταν λέγοντας ότι θα πάρει το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες και ότι θα συνεχίσει, για να κερδίσει τον παγκόσμιο τίτλο», ομολόγησε ο Σπανάκος, που συνέχισε στο ίδιο μοτίβο: Οι περισσότεροι από εμάς τον προσπερνούσαμε, αφού τον θεωρούσαμε φωνακλά και εγωμανιακό. Αλλά το παιδί γνώριζε πώς να παλεύει. Το αποδοκίμαζαν συνεχώς στα μέρη που αγωνιζόταν. Ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι ήταν τόσο θρασύς. Μιλούσε στους αντίπαλούς του, τους ταπείνωνε, προσπαθούσε να τους δημιουργήσει ψύχωση πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα. Τους έκανε να νευριάζουν και έτσι, όταν έμπαιναν στο ρινγκ, δεν έβλεπαν καθαρά. Αυτό ήταν ήδη ένα πνευματικό πλεονέκτημα».
Ο Κάσιους Κλέι είχε ανάγκη τους ανθρώπους. Είχε ένα πλατύ χαμόγελο καρφωμένο πάνω του, μία κάμερα με την οποία ασχολούταν, καταγράφοντας πλάνα και ο Γουίλμπερτ ΜακΚλούρ, ομόλογός του στην ομάδα των ΗΠΑ, θυμήθηκε ότι «τον συμπαθούσα και ακόμα τον συμπαθώ. Τον αποκαλούσα Πρέσβη». Από τη μεριά του, ο Ντέιβιντ Μαράνις, συγγραφέας του βιβλίου «Ρώμη 1960: Οι Ολυμπιακοί που άλλαξαν τον κόσμο», σημείωσε: «Το γεγονός ότι έγινε μετά ο Μοχάμεντ Αλί, μας δημιουργεί τον πειρασμό να τον περιγράφουμε ως μεγαλύτερη φιγούρα από αυτή που πραγματικά ήταν. Ήταν από την αρχή αξιομνημόνευτος, αλλά δεν ήταν ο αρχηγός της αμερικανικής αποστολής». Η ομάδα μπάσκετ των ΗΠΑ είχε τους Όσκαρ Ρόμπερτσον, Τζέρι Γουέστ και Τζέρι Λούκας, ενώ υπήρχε και ο δεκαθλητής Ράφτερ Τζόνσον. Συν τοις άλλοις, στην αποστολή περιλαμβανόταν και η θρυλική «γαζέλα», Βίλμα Ρούντολφ, σπρίντερ που στη Ρώμη θα γινόταν επίσης «χρυσή» ολυμπιονίκης.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ
Ο Μοχάμεντ Αλί είχε μυστικό έρωτα για τη Βίλμα Ρούντολφ και μόλις έγινε επαγγελματίας πήγε στο κολέγιό της στο Τενεσί με μία ροζ Κάντιλακ, για να την αποθεώσει.
Αυτό, βεβαίως, έγινε αρκετά μετά τους Ολυμπιακούς, οι οποίοι έμοιαζαν να επεκτείνονται πέρα από τα αθλητικά κριτήρια και να μπαίνουν στη ζώνη του Ψυχρού Πολέμου. ΗΠΑ εναντίον Σοβιετικής Ένωσης και στο ρινγκ, με τον Νίκο Σπανάκο να θυμάται ότι «οι κομουνιστές κριτές έδιναν ως νικητές τους ανατολικούς πυγμάχους.
Ο Γουίλμπερτ ΜακΚλούρ, πάντως, πήρε το χρυσό στην κατηγορία του, ενώ του ίδιο έγινε και με τον Έντι Κρουκ, ο οποίος αποδοκιμάστηκε από το ιταλικό κοινό. Το οποίο λάτρευε τον Κλέι, για αυτό, όταν ανακοινώθηκε για τον τελικό με τον Πολωνό Ζμπίγκνιεβ Πιετρζικόφσκι, τις αποδοκιμασίες διαδέχθηκε η αποθέωση.
Ο Κλέι ξεπάστρεψε τον Βέλγο Ιβόν Μπεκάους, τον Σοβιετικό Γκενάντι Σάτκοφ, αλλά όχι και τον Αυστραλό Τόνι Μάντιγκαν στον ημιτελικό. Ο αγώνας με τον Μάντιγκαν ήταν τόσο κλειστός, που ένας σχολιαστής του CBS, ο Μπαντ Πάλμερ, είπε αργότερα ότι σκεφτόταν πως ο 18χρονος Αμερικανός μπορεί και να είχε χάσει.
Στον τελικό «έτρεξε» τον Πιετρζικόφσκι κατά το δοκούν. Στους δύο πρώτους γύρους έριχνε γροθιές με το δεξί χέρι που φαινόταν ότι δεν έχουν δύναμη, αλλά στον τρίτο, και προβαίνοντας σε απρόβλεπτους και αναπάντεχους συνδυασμούς χτυπημάτων, ο Πολωνός έφαγε ξύλο και των γονέων. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1960 πραγματοποιήθηκε η πρώτη προφητεία και έγινε «χρυσός» Ολυμπιονίκης. «Η λεηλασία του Κλέι κόντρα στον Πιετρζικόφσκι ήταν τα πιο θεαματικά χτυπήματα του τουρνουά», έγραψε ο Σίρλεϊ Πόβιτς στη Washington Post. Ο Κάσιους Μαρσέλους Κλέι Τζούνιορ συναντήθηκε με τους δημοσιογράφους το επόμενο πρωί. «Είναι η καλύτερη μέρα της ζωής μου», τόνισε ο 18χρονος πυγμάχος και συμπλήρωσε: «Λατρεύω τη δημοσιότητα. Θα μου χρειαστεί όταν θα γίνω επαγγελματίας σε λίγο καιρό».
Το «όταν θα γίνω επαγγελματίας», δεν σήμαινε άμεσα. Ο Κλέι επέστρεψε στις ΗΠΑ θριαμβευτής, δεν έβγαζε το χρυσό μετάλλιο από τον λαιμό και δεν το έκανε ούτε όταν, ανυποψίαστος, μπήκε σε ένα ξενοδοχείο. «Μόνο για λευκούς», του είπε ο ρεσεψιονίστ, «μα είμαι χρυσός ολυμπιονίκης», απάντησε ο Κλέι. «Δεν με ενδιαφέρει. Το ξενοδοχείο είναι μόνο για λευκούς». Ο πικραμένος πιτσιρικάς εξακόντισε το χρυσό σε ένα ποταμό του Λούιβιλ.
46 χρόνια μετά, του απονεμήθηκε το χρυσό μετάλλιο που πέταξε ως θύμα και την Τρίτη, 17 Ιανουαρίου, θα γιορτάσει με την επίσης μποξέρ, κόρη του Λέιλα, τα 70 χρόνια εν ζωή, αυτός, ο θρασύς, ο αλαζόνας, ο αναιδής, ο λιποτάκτης, που, σύμφωνα με τον ίδιο, «πετούσε σαν πεταλούδα και τσιμπούσε σαν μέλισσα». Ο Κάσιους Μαρσέλους Κλέι Τζούνιορ, που μεγάλωσε για να γίνει Μοχάμεντ Αλί.
Δίκαια, μα το καμπανάκι του έβδομου γύρου.