Ύμνος εις την ελευθερία
Στο πλαίσιο του εβδομαδιαίου αφιερώματος του gavros.gr σε μία ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων μέχρι να ξεκινήσει η διοργάνωση του Λονδίνου (27 Ιουλίου – 12 Αυγούστου) σειρά παίρνει μία από τις συγκλονιστικές ιστορίες. Ο «ύμνος εις την ελευθερία» ή, αλλιώς, το περιβόητο «αίμα στο νερό», στον ημιτελικό του τουρνουά πόλο της Μελβούρνης, μεταξύ της Ουγγαρίας και της Σοβιετικής Ένωσης.
«Άκουσα ένα σφύριγμα και αναρωτήθηκα ‘’γιατί σφύριξε ο διαιτητής; Γύρισα και τον κοίταξα και τότε κατάλαβα ότι έκανα ένα ολέθριο λάθος. Είδα έναν αγκώνα να έρχεται κατά πάνω μου και προσπάθησε να μου ρίξει μπουνιά. Είδα περίπου 4.000 αστέρια. Ακούμπησα το πρόσωπό μου και ένιωσα ζεστό αίμα να χύνεται στο νερό. Και κατευθείαν σκέφτηκα, “Θεέ μου, δεν θα μπορώ να παίξω στο επόμενο παιχνίδι”». Ο Έρβιν Ζάντορ, στην ηλικία των 77 πια, δεν θα ξεχάσει ποτέ μία μπουνιά που δέχθηκε.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Μελβούρνης, το 1956, έγιναν Νοέμβρη και Δεκέμβρη. Στο νότιο ημισφαίριο εκείνοι οι μήνες είναι καλοκαίρι, εν τούτοις στην ανατολική Ευρώπη επικρατούσε αναβρασμός. Σε ένα προάστιο έξω από τη Βουδαπέστη προετοιμαζόταν η εθνική ομάδα πόλο της Ουγγαρίας, που είχε κατακτήσει στο Ελσίνκι, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο. Οι Ούγγροι διεθνείς, απομονωμένοι από την κατάσταση που επικρατούσε στην πρωτεύουσα της χώρας, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ακριβώς το μέγεθος των γεγονότων.
Που, εδώ που τα λέμε, ήταν σπουδαία. Και η σημαντικότητά τους ξεπληρώθηκε με αίμα.
Από τις 23 Οκτωβρίου έως τις 4 Νοεμβρίου δημιουργήθηκε μία κλίμακα από συμβάντα, που στον ημιτελικό του ολυμπιακού τουρνουά πόλο Ανδρών, όταν η Ουγγαρία αντάμωσε με τη Σοβιετική Ένωση, το παιχνίδι είχε χάσει την αγνή διάστασή του και είχε γίνει η περιγραφή του Μπιλ Σάνκλι για το ποδόσφαιρο: ζήτημα ζωής και θανάτου.
Οκτώ μέρες πριν εκπνεύσει ο δεύτερος μήνας του φθινοπώρου, οργισμένα μαγυαρικά νιάτα επιχείρησαν να καταστείλουν το κομουνιστικό σοβιετικό καθεστώς που είχε κατακτήσει τη χώρα. Το πραξικόπημα ήταν επιτυχημένο, η έντασή του ανάγκασε τους Σοβιετικούς να αντιδράσουν. Την πρώτη μέρα του Νοέμβρη, τανκς από τα βάθη της στέπας έκαναν την είσοδό τους στην Ανατολία και στις 4 μπήκαν στη Βουδαπέστη, σκορπώντας τρόμο και θανατικό, προσπαθώντας να διαλύσουν την επανάσταση εις τα εξ ων συνετέθησαν. Μέχρι τις 10 Νοεμβρίου, το όλο πολεμικό σκηνικό είχε διανθιστεί με περιπολίες αεροπλάνων που πετούσαν στον ουγγρικό ουρανό και με βόμβες που έπεφταν στο έδαφος, ξεκληρίζοντας οικογένειες και αφήνοντας ορφανά.
Οι πολίστες της ομάδας δεν είχαν ακριβή επίγνωση της κατάστασης, εν τούτοις δεν θα διακινδυνευόταν η απουσία τους από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η πιθανότητα εμπλοκής τους στην επανάσταση ανάγκασε την ομάδα να μεταναστεύσει και να συνεχίσει την προετοιμασία της στην Τσεχοσλοβακία, προτού, από εκεί, βρεθεί στη Μελβούρνη. Ο αρχηγός Ντέζο Γκιαρμάτι και η παρέα του δεν βρίσκονταν παρά στην καταπράσινη πόλη της Αυστραλίας, όταν ενημερώθηκαν για το ακριβές μέγεθος της κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η χώρα τους, με αποτέλεσμα η ανησυχία τους, που είχε να κάνει για την τύχη αγαπημένων προσώπων τους, να πολλαπλασιάσει την αγωνία τους. Στοπ καρέ.
ΜΑΓΥΑΡΙΚΗ ΦΟΥΡΙΑ
Όταν ο Κουεντίν Ταραντίνο γύρισε το ντοκιμαντέρ «Freedom’s Fury», το 2006, από τη θέση του παραγωγού για να γιορτάσει την πεντηκοστή επέτειο από το πιο σπουδαίο παιχνίδι στην ιστορία του πόλο, αλλά, κυρίως, να αναδείξει την πολιτική διάσταση, την αγάπη για την πατρίδα, και το πώς εκείνη εμπλέκεται με τον αθλητισμό- και με τη βεβαιότητα ότι δεν επρόκειτο για κάτι οικείο για τον ίδιο- τόνισε ότι είναι «η πιο ωραία ιστορία που δεν έχει ειπωθεί ποτέ». Το παιχνίδι της Ουγγαρίας με τη Σοβιετική Ένωση κρατάει, στην ταινία, σχεδόν επτά λεπτά, ένα χρονικό διάστημα στο όριο του να θεωρηθεί αμελητέο. Ωστόσο το υπόβαθρό του είχε εξαιρετικό βάθος και αυτό δεν γίνεται να παραγνωριστεί, διότι η συγκεκριμένη ουγγρική νίκη ήταν σύμβολο ελευθερίας για τη χώρα και, ούτως ή άλλως, ακόμα και να μην μπει στην εξίσωση η ιστορική αναλογία, ήταν το συναίσθημα πολύ δυνατό. «Αισθανόμασταν ότι παίζαμε, όχι μόνο για τους εαυτούς μας αλλά και, για τους συμπατριώτες μας», θυμάται για εκείνο το ματς ο Έρβιν Ζάντορ.
Στη χώρα, την ώρα που οι Ολυμπιακοί Αγώνες βρίσκονταν σε εξέλιξη, τα πράγματα δεν γίνονταν καλύτερα: οι παίκτες της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου έφυγαν για ένα τουρνουά στο Μπιλμπάο και δεν ξαναγύρισαν: ο Φέρεντς Πούσκας έγινε επαίτης, για να βρει τελικά δουλειά στη Ρεάλ Μαδρίτης, ενώ ο Γκιούλα Κότσιτς και ο Ζόλταν Τσίμπορ, μέλη της άλλοτε υπέροχης (και αήττητης από το 1950 έως τον τελικό του 1954) «Αραντσιπάτ» (που στα ουγγρικά γράφεται Aranyczapat και σημαίνει «χρυσή ομάδα», κατέληξαν στην Μπαρτσελόνα. Μάλιστα, τους δύο πρώτους έκανε το απονενοημένο διάβημα (και αυτό παρ’ ολίγον να στεφθεί με επιτυχία) να τους αποκτήσει ο Δημήτρης Καρέλλας, για λογαριασμό του Εθνικού. Αυτό ήταν και το οριστικό τέλος της σπουδαιότερης ευρωπαϊκής εθνικής ομάδας χωρίς Παγκόσμιο Κύπελλο (αλλά με ένα χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο Ελσίνκι, το 1952) όλων των εποχών. Ποτέ ξανά δεν θα έβλεπε τέτοια Ουγγαρία ο κόσμος.
Από την άλλη μεριά, το σκηνικό στηνόταν τέλεια. Το μεσημέρι της 6ης Δεκέμβρη, που είναι μάλλον η σπουδαιότερη ημερομηνία στην ιστορία του μαγυάρικου αθλητισμού, στο ολυμπιακό κολυμβητήριο της Μελβούρνης επικρατούσε αντί-σοβιετισμός: το κοινό αποτελούταν από εκπατρισμένους Ούγγρους, αλλά και Αυστραλούς και Αμερικανούς, οι οποίοι στη Σοβιετική Ένωση έβρισκαν ένα ταξικό εχθρό, για την στάση της στον Ψυχρό Πόλεμο. Εκείνο το μεσημέρι, με το παιχνίδι να είναι προγραμματισμένο να ξεκινήσει στις 15:25, έκανε ζέστη και οι περισσότεροι Ούγγροι έφθαναν πανηγυρίζοντας: ερχόντουσαν από τον τελικό της πυγμαχίας, όπου πανηγύρισαν, μαζί με τον Λάζλο Παπ, το τρίτο συνεχόμενο χρυσό μετάλλιό του σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
«ΣΠΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΤΑ ΝΕΥΡΑ»
Οι Ούγγροι έπρεπε να μαθαίνουν στο σχολείο ρώσικα, παρά τη θέλησή τους, αλλά σε αυτήν την περίπτωση απέκτησαν το πλεονέκτημα. «Είπαμε να τους νευριάσουμε το ματς, για να τους αποσπάσουμε την προσοχή», θυμήθηκε ο Ζάντορ. Ο προπονητής της ομάδας, Μπέλα Ράικι, ήταν σύμφωνος με αυτό. Νωρίς στο παιχνίδι, ο Ντέζο Γκιαρμάτι χτυπάει ένα Ρώσο, μία φάση που εμφανίζεται σε κινηματογραφικό φιλμ. Οι Ούγγροι δεν είναι άμοιροι ευθυνών, αλλά ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει, και εκείνοι είναι ασθενείς: η πατρίδα τους καίγεται. Από την αρχή, ο αγώνας μπαίνει σε μία πυξ λαξ διάσταση, αλλά οι Σοβιετικοί είναι εκείνοι που χάνουν την ψυχραιμία τους και ειδικά ο Βαλεντίν Προκόποφ, που γίνεται ο αδύναμος κρίκος σε άμυνα και επίθεση. Χάνοντας ευκαιρίες, αλλά και τον παίκτη που μάρκαρε, τον Έρβιν Ζάντορ, ο οποίος πετυχαίνει δύο γκολ. Το σκορ γίνεται 4-0 και δεν αλλάζει. Είναι το ίδιο σκορ με το οποίο η Ουγγαρία έχει νικήσει και τους προηγούμενους αντίπαλούς της στην τελική φάση, την Ιταλία και τη Δυτική Γερμανία. Μόνο που σε αντίθεση με αυτά τα δύο ματς (αλλά και εκείνα με τη Μεγάλη Βρετανία, 6-2, και τις Ηνωμένες Πολιτείες, 6-1), τούτο το ματς δεν θα τελείωνε ποτέ.
Για τους 200.000 Σοβιετικούς στρατιώτες που μπήκαν όλες αυτές τις μέρες στη Βουδαπέστη, για τους Μαγυάρους που έφυγαν, επειδή δεν άντεχαν το κομουνιστικό καθεστώς, για τις βάρβαρες αθλοπεδίες τα χρόνια της κατοχής, για εκείνους που ζήτησαν άσυλο σε ξένες χώρες, για να ζήσουν μία ελεύθερη ζωή από την αρχή, εκείνο το μεσημέρι στη Μελβούρνη, με το καλοκαίρι να υποθάλπει τις πολεμικές ανομίες χιλιάδες ναυτικά μίλια μακριά, αυτή η νίκη έμοιαζε να είναι το πιο σημαντικό γεγονός στην ιστορία του αθλητισμού, ίσως μετά τα τέσσερα χρυσά μετάλλια που κατέκτησε ο Τζέσε Όουενς στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, το 1936, ή τη νίκη του μαύρου Τζο Λιούις επί του Γερμανού Μαξ Σμέλινγκ, για τον τελικό του μποξ βαρέων βαρών το ίδιο έτος.
Ο Ζάντορ βγήκε από την πισίνα αιμόφυρτος, διότι η μπουνιά που δέχθηκε στο δεξιό μάτι από τον Προκόποφ, του άνοιξε πληγή. Ο θρύλος λέει ότι η πισίνα πλημμύρισε από το αίμα του, εν τούτοις τα ρεπορτάζ της εποχής αναφέρουν ότι κάτι τέτοιο είναι υπερβολικό. Ωστόσο, αυτή είναι μία λεπτομέρεια, που δεν γινόταν να χαλάσει την όμορφη ιστορία. Το είπε και ο δύτης Λάζλο Ουιβάρι, που είχε φύγει λίγο καιρό πριν για να πάει να ανταμώσει την αδελφή του στο Κλιφσάιντ Παρκ του Νιου Τζέρσεϊ: «Λίγο αίμα στο νερό γίνεται, πολύ γρήγορα πολύ». Στην πισίνα μπαίνουν διαμαρτυρόμενοι αρκετοί φίλαθλοι, οι οποίοι απειλούσαν να λιντσάρουν τον Προκόποφ και τους συμπαίκτες του. Οι Ούγγροι έφθασαν στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου, νικώντας την επόμενη μέρα, σε έναν εξίσου σκληρό τελικό, τους Γιουγκοσλάβους με 2-1. Και αυτό έπρεπε να είναι το ευτυχισμένο τέλος, έτσι δεν είναι;
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΖΛΟ ΟΥΪΒΑΡΙ
Δύο χρόνια μετά, ο Ίμρε Νάγκι βρέθηκε κρεμασμένος. Ο προπονητής της εθνικής Ουγγαρίας στις καταδύσεις επιχείρησε τη βουτιά στον βάλτο της Κεβορκιανής Στύγας, ενώ τα περήφανα τέκνα του ουγγρικού χλωριούχου ύδατος είχαν μπει στην προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς της Ρώμης, το 1960, με προπονητή τον Γιάνος Κάνταρ.
Μετά από 40 χρόνια και κάτι ψηλά, ο Ουϊβάρι ήταν φυσιοθεραπευτής της ομάδας πόλο Ανδρών της Ουγγαρίας που πήγε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα. Στο πρώτο παιχνίδι της, στο «Τζόρτζια Τεκ Σέντερ», η Ουγγαρία επιστρέφει από ένα μειονέκτημα τριών γκολ στο τέταρτο επτάλεπτο, για να νικήσει τη Ρωσία με 8-7. Από το τελευταίο χρυσό μετάλλιο, στο Μόντρεαλ, είχαν περάσει 20 χρόνια. Τα τρία συνεχόμενα του 21ου αιώνα, δεν γινόταν να είναι καν όνειρο. Οπότε αυτή η νίκη, στην πρεμιέρα των Ολυμπιακών του 1996, θυμίζει μέρες Μελβούρνης. «Εκείνες οι μέρες μας δημιουργούσαν άσχημα συναισθήματα. Πολύ πολύ άσχημα συναισθήματα», θυμήθηκε ο Ουϊβάρι.
«Έφυγα για τις ΗΠΑ και 1,5 χρόνο μετά, η κυβέρνηση που έστειλε ένα γράμμα που έλεγε: “Λέσλι, γύρνα σπίτι, κανένα πρόβλημα για σένα”», εξομολογήθηκε στους New York Times. Από τη Μελβούρνη και τους Ολυμπιακούς, ο Λάζλο έφυγε για τις ΗΠΑ. Στα 22 του, ήθελε να κολυμπάει και γνώριζε ότι μπορεί να νικάει. Το γράμμα τον έβαλε σε σκέψεις και του γέννησε το γεμάτο συναίσθημα της νοσταλγίας. «Τι μπορώ να πω; Είμαι τρελός, επιστρέφω στο σπίτι». Γυρίζει και κερδίζει το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό της Βουδαπέστης, το 1958 και θεωρεί ότι έχει ξεπληρώσει ένα γραμμάτιο για την πατρίδα του. Μετά ξεκινά προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς της Ρώμης, την πιο σκληρή της καριέρας του. Αλλά η ομοσπονδία τον απογοητεύει. «Λέσλι», του λένε, «θα στείλουμε κάποιον άλλο». Και για το Τόκιο, το 1964, ο Ουϊβάρι γνωρίζει ακόμα μία απόρριψη. «Λέσλι, είσαι πια πολύ μεγάλος». Ο Ουϊβάρι θα δουλέψει ως φυσιοθεραπευτής σε ορθοπεδικό νοσοκομείο και από εκεί θα βρει τον δρόμο για να είναι φυσιοθεραπευτής στην εθνική ομάδα.
Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Οι Λούσι Λιου και Κουεντίν Ταραντίνο είναι οι παραγωγοί της ταινίας «Freedom’s Fury», που το 2006 βγαίνει στους κινηματογράφους. Η έκπληξη έρχεται στην αφήγηση, διότι η φωνή που περιγράφει την ιστορία δεν είναι διάσημη, αλλά ο άνθρωπος στον οποίο ανήκει, είναι. Ο Μαρκ Σπιτς ήταν, μέχρι τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου, εκείνος ο κολυμβητής που δεν είχε νικηθεί από την ιστορία. Τα επτά χρυσά μετάλλιά του στο τουρνουά του Μονάχου, το 1972, ήταν ένα ρεκόρ ακατάρριπτο μέχρι να βάλει πλώρη ο Μάικλ Φελπς και να τα καταφέρει με το… ζόρι στον «Υδάτινο Κύβο».
Ο Σπιτς ήξερε τι έχει γίνει στο ολυμπιακό κολυμβητήριο της Μελβούρνης από περιγραφές, ως εκ τούτου μπορεί να μη γνώριζε ακριβώς, αλλά σημασία έχει και ποιος στο περιγράφει. Και εκείνος είχε την τύχη να ακούσει τα γεγονότα (ή, έστω, τα γεγονότα που φοράνε sur mesure κοστούμι από τη Σαβίλ Ρόου) από τον Έρβιν Ζάντορ, ο οποίος ήταν ο προπονητής του όταν ήταν μικρός. Βεβαίως, στην ταινία είναι λογικό ότι υπάρχουν ανακρίβειες, όπως το γεγονός ότι οι δύο ομάδες φοράνε διαφορετικά σκουφάκια απ’ ό,τι συνέβη στην πραγματικότητα, οι Ούγγροι τα άσπρα, οι Σοβιετικοί τα μαύρα.
Αυτή δεν είναι η μόνη ταινία που γυρίστηκε για το συγκεκριμένο θέμα. Το «Children of Glory»- «Szabadság, szerelem» στα ούγγρικα, που μεταφράζεται ως «Επανάσταση, αγάπη»- βγήκε στους κινηματογράφους στις 23 Οκτωβρίου του 2006, μισό αιώνα μετά το πραξικόπημα των Ούγγρων φοιτητών, που ονειρεύτηκαν (μέσα σε πέπλα θυμού και αίματος που βράζει) ότι μπορούν να καταρρίψουν τον κομουνισμό και να διαολοστείλουν την πέτρινη Σοβιετία.