Ο «ερυθρόλευκος» Δούναβης
![Ο «ερυθρόλευκος» Δούναβης](https://www.gavros.gr/photos/w_930px/articles/201205/138888.jpg)
Ο Θοδωρής Βλάχος φόρεσε το καπέλο ανάποδα. Και με το που τελείωσε ο τελικός πήγε στον Ζόλταν Κάσας, τον κοίταξε με αυτό το χαμόγελο που σε συμπαρασύρει στην ασφάλεια και άρχισε να φωνάζει: «Yes, Yes, Yes». Κάθε φορά και πιο δυνατά. Μετά έπεσαν όλοι στην πισίνα.
Και όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι.
Κάποτε, όχι πολύ παλιά, αλλά ούτε και πρόσφατα, ο Ολυμπιακός στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης στη Βουδαπέστη. Μία επιτυχία που στις 25 Μαΐου του 2012 σβήνει τα κεράκια των 10 χρόνων της και που είναι μοναδική. Μοναδική και ανεπανάληπτη. Αλλά σχεδόν παρά φύση. Ο Ολυμπιακός δεν βρήκε τη δίοδο για να το ξανακάνει σε εκείνες τις σεζόν, να επαναλάβει μία επιτυχία που, από του χρόνου, μπορεί να λογίζεται στο μακρινό παρελθόν.
Όχι πως ήταν άσχημα και η μία φορά: ο Ολυμπιακός πήγε στο νησί της Μαργαρίτας ως ο αδικημένος της προηγούμενης χρονιάς, το ματς με τη Γιουγκ στο Ντουμπρόβνικ στις 19 Μαΐου του 2001 κρίθηκε στην περίφημη, πια, ακύρωση τέρματος του Θοδωρή Χατζηθεοδώρου από τον Μπόρις Μαργκέτα, που θα έκανε το σκορ 6-5 και θα χάριζε το τρόπαιο στον Ολυμπιακό, αφού απέμεναν μόλις 4’’ για τη λήξη του ματς. Οι «ερυθρόλευκοι» δεν παράτησαν εκείνο το παιχνίδι ούτε στην παράταση, ωστόσο δέχθηκαν δύο γκολ- μαχαιριά από τον Μίλε Σμόντλακα: το πρώτο με 10,5’’ να απομένουν για τη λήξη του πρώτου τρίλεπτου της παράτασης, το δεύτερο με 7,4’’ για το δεύτερο τρίλεπτο: ήταν και το νικητήριο.
Η εποχή εκείνη ήταν όντως μακρινή: υπήρχαν τα επτάλεπτα, τα επτάμετρα, τα 35’’ επίθεση, αποβολές σφυρίζονταν δυσκολότερα και οι παίκτες έμοιαζαν όντως ξεχωριστοί. Στο Ντουμπρόβνικ ο Ολυμπιακός πήγε, με τον υπέροχο «Ματούτα», τον Κροάτη Ντράγκαν Ματουτίνοβιτς στον πάγκο του, να κλέψει το τρόπαιο από μία έδρα που, αν έχεις παίξει εκεί μέσα θαρρείς ότι η Γιουγκ δεν έχει χάσει ποτέ. Είχε νικήσει, σε ένα ματς-σταθμός για το ελληνικό πόλο, την Ποζίλιπο Νάπολι, του Τάμας Κάσας, του Κάρλο Σίλιπο, του Άνταμ Στάινμετς και του Φάμπιο Μπενζιβένγκα, σε ένα παιχνίδι που ο Ματουτίνοβιτς πήρε στην παράταση με in extremis ήρωες τον Αρσένη Μαρούλη, τον Παναγιώτη Γιάγκο και τον Δημήτρη Λαγωνικάκη, τους αναπληρωματικούς στον πάγκο του Ολυμπιακού. Ο πρώτος είναι προπονητής του ΑΝΟ Γλυφάδας, ο δεύτερος παίζει στην Ηλιούπολη και ο τρίτος στην Κέρκυρα, στα δύο φαβορί για την άνοδο στην Α1 πόλο Ανδρών.
Αλλά στη Βουδαπέστη ο Ολυμπιακός πήγε γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να χάσει. «Και μόνο με Έλληνες, ε;», πρόσθεσε ο Θέμης Χατζής, για να δημιουργήσει την απορία του υπογράφοντα: «Μόνο με Έλληνες; Κι ο Τρμπόγεβιτς;». «Ε, ο Πέταρ τόσα χρόνια που έμεινε στην Ελλάδα, Έλληνας είναι».
Τούτο, λοιπόν, εστί το αίμα του. Το αίμα του διασυλλογικού ελληνικού πόλο. Η Βουλιαγμένη προσπάθησε να πιάσει το Άγιο Δισκοπότηρο και η κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων κόντρα στη Ρόμα το 1997 ήταν μία δοξασμένη αρχή, αλλά η κρέμα στην τούρτα της υδάτινης νύμφης ήταν ο Ολυμπιακός και το κερασάκι της αυτό το επιβλητικό διώροφο τρόπαιο που σήκωσε πρώτος ο Μάκης Βολτυράκης στο νησί της Μαργαρίτας.
«ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ»
«Για όλους ήταν κάτι φυσιολογικό να πάρουμε το τρόπαιο. Εμείς ήμαστε χαλαροί και λέγαμε “πάμε να το πάρουμε”, αλλά το θέμα ήταν ότι δεν το λέγαμε μόνο εμείς. Όλοι θεωρούσαν ότι ο Ολυμπιακός είναι φαβορί και όλοι πίστευαν ότι μπορεί να κατακτήσει το κύπελλο. Οι μόνοι που εξεπλάγησαν ήταν οι Ούγγροι, οι οποίοι δεν περίμεναν ποτέ ότι θα χάσουν μέσα στη Βουδαπέστη», ανέσυρε τις μνήμες του από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που επικρατούσε πριν και κατά τη διάρκεια του Final 4 ο Θέμης Χατζής.
Ο ίδιος ήταν από τους πυλώνες μίας ομάδας άτρωτης. Το ματς με τη Γιουγκ, ο ημιτελικός στις 24 Μαΐου, ήταν πραγματική σφαλιάρα: 8-5. Και στο δεύτερο ημίχρονο του τελικού (που ο Ολυμπιακός ευτύχησε να μπει προηγούμενος χάρη σε ένα μαγικό γκολ του Γιάννη Θωμάκου από τα δέκα μέτρα), τα πράγματα μπήκαν σε μία σειρά: Καλακώνας το 5-3, Χατζής το 8-4, Χατζηθεοδώρου το 9-5. Η Χόνβεντ έκλεισε το χάντικαπ στο τέλος, ώστε να μην είναι ντροπιαστική η ήττα.
Η κατάκτηση του τροπαίου ήταν απόρροια δουλειάς και μίας ομάδας έτοιμης. Η πορεία προς την κορυφή έμοιαζε με φυσιολογική εξέλιξη. «Δεν ήταν θέμα τύχης. Δεν ήταν σαν την εθνική ποδοσφαίρου στο Euro του 2004, που κατέκτησε το τρόπαιο. Ήταν άξια, αλλά ήταν και τυχερή. Εμείς ήμαστε όντως η καλύτερη ομάδα της Ευρώπης εκείνη την εποχή», τόνισε ο τότε 30χρονος περιφερειακός, που αποδίδει μεγάλο μέρος της επιτυχίας στον Ζόλταν Κάσας: «Καταπληκτικός προπονητής και απίστευτος άνθρωπος. Άφηνε τη δημιουργικότητα των παικτών, είχαμε βέβαια τα συστήματά μας και τις τακτικές μας, αλλά δεν χρειαζόμασταν ένα προπονητή που θα μας φτιάξει, αλλά που θα ξέρει πώς θα διαχειριστεί το υλικό της ομάδας. Για μένα ο Κάσας δεν έπρεπε να φύγει από τον Ολυμπιακό. Κατέκτησε τέσσερις τίτλους εκείνη τη χρονιά, αφού νικήσαμε τη Βάσας, πάλι στη Βουδαπέστη, και πήραμε το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, και πήραμε το νταμπλ την επόμενη».
Και γιατί έφυγε; «Η δημοκρατία καλή είναι, αλλά ορισμένες φορές χρειάζεται απλώς να εξετάζεις τα αποτελέσματα για να φθάσεις σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Δεν μπορείς, ως διοίκηση, να έχεις την πόρτα σου ανοικτή σε κάθε παίκτη, διότι θα ακούσεις πολλές διαφορετικές γνώμες. Εχω ένα μαγαζί και προφανώς εγώ αποφασίζω για αυτό, δεν αφήνω τους υπαλλήλους μου να λένε τη γνώμη τους», τόνισε παραβολικά ο Χατζής, που παράτησε το πόλο στην ηλικία των 32 ετών, επειδή «σταμάτησα να περνάω καλά. Έχασα τη χαρά για το παιχνίδι και ήταν λάθος ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε η επιτυχία στη Βουδαπέστη. Και οι παίκτες κάνουν λάθη, ίσως και εμείς έπρεπε να το ψάξουμε περισσότερο, αλλά η διοίκηση τότε πήγε να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων».
ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΠΡΟΠΟΝΗΤΕΣ
«Γιατί πηγαίναμε με την εθνική ομάδα σε διοργανώσεις και δεν φθάναμε πολύ ψηλά, ενώ στον Ολυμπιακό τα καταφέρναμε; Νομίζω ότι είναι θέμα προπονητών», συνέχισε την ανάλυση για την πενταετία των τεσσάρων ευρωπαϊκών τελικών του Ολυμπιακού (1998-2002), αν και δεν παραγνωρίζει ότι «το μαγαζί που έχω το οφείλω στην έκτη θέση που πήραμε στην Ατλάντα. Ήταν επιτυχία για εκείνη τη φουρνιά, αλλά αν είχαμε έναν τέτοιο προπονητή, θα πηγαίναμε πολύ καλύτερα», ήταν η απάντησή του για το τι θα συνέβαινε αν η εθνική ομάδα πόλο Ανδρών είχε έναν αντίστοιχο Σάντρο Καμπάνια στο τιμόνι της, τη δεκαετία του ’90.
Ο Χατζής δεν συμφωνεί και σε κάτι άλλο: στο γεγονός ότι ο Ολυμπιακός άρχισε να «κτίζει» τις βάσεις για την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών από το 1998, όταν, δηλαδή, στον Πειραιά έφθασε ο Νίκολα Στάμενιτς. «Πριν από εκείνον είχε έρθει ο Μπόρις Ποπόφ, ένας τεράστιος προπονητής, ο οποίος είχε φθάσει από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Απλώς οι πιο παλιοί παίκτες εκείνης της φουρνιάς είχαν φύγει και οι καινούριοι δεν τον πρόλαβαν. Ο Στάμενιτς στιγμάτισε το ελληνικό πόλο, και κατάφερε να φτιάξει, όχι μόνο μία φουρνιά παικτών που από ταλαντούχοι έγιναν σπουδαίοι, αλλά και προπονητών, όπως είναι ο Θοδωρής Βλάχος.
Η ομάδα της Βουδαπέστης ήταν πράγματι ξεχωριστή. Το καλοκαίρι του 2001 ο Ολυμπιακός πήρε τον Νικόλα Δεληγιάννη για το τέρμα, μετά από την πρόταση του Ματουτίνοβιτς και αγόρασε τον εκπληκτικό αριστερό εξτρέμ Θοδωρή Καλακόνα από τον Εθνικό: ο τελευταίος είχε κλείσει εννιά χρόνια με τους κυανόλευκους του Πειραιά και ο Εθνικός τον έδωσε για να μην τον χάσει ως ελεύθερο τον επόμενο χρόνο.
Εκτός από τους δύο και τον υπέροχο Τρμπόγεβιτς- «ένα καταπληκτικό παιδί», όπως τον αποκάλεσε ο Χατζής- στην ομάδα ήταν τερματοφύλακας και αρχηγός ο Μάκης Βολτυράκης- ο οποίος έλεγε ότι θα τελειώσει την καριέρα του στον Ολυμπιακό, αλλά, αντιθέτως, έπαιξε και στον Εθνικό για ακόμα ένα χρόνο- ο Αντώνης Βλοντάκης, ο Θοδωρής Χατζηθεοδώρου, ο Γιάννης Θωμάκος, οι Δημήτρης Κραβαρίτης και Σάκης Πλατανίτης, που είναι παιδιά του Ολυμπιακού και στην ακαδημία του, ο Γιώργος Ψύχος, ο Δεληγιάννης και ο Καλακόνας, φυσικά ο Θέμης Χατζής, και οι Αρσένης Μαρούλης και Αλέξης Γιαννιώτης. Στον τελικό είχε σκοράρει τρεις φορές ο Καλακόνας, από δύο οι Χατζής και Χατζηθεοδώρου, μία ο Θωμάκος (γκολάρα, από τα 10 μέτρα στη λήξη του πρώτου ημιχρόνου) και μία ο Πλατανίτης.
ΟΙ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ
Μπορεί να ξαναγίνει κάτι ανάλογο; Θα περίμενε κάποιος ότι από παίκτες που μεσουράνησαν στη δεκαετία του ’90 είναι δύσκολη η αποδοχή, αλλά ο Θέμης Χατζής και ο Θοδωρής Καλακόνας, τουλάχιστον, δεν ενστερνίζονται αυτήν την άποψη. «Όλα γίνονται. Από εκεί και πέρα πρέπει να αρχίζει να χτίζεται η ομάδα από την αρχή, να γίνει καλή ανανέωση στην ομάδα, θέλει βήμα βήμα, αυτή η ομάδα έχει πολύ καλό υλικό», τόνισε ο Χατζής, που συμπλήρωσε: «Δεν είναι εποχές για βεβιασμένες κινήσεις έχουν αλλάξει οι εποχές, πρέπει να βγαίνουν παίκτες από το φυτώριο». Από τη μεριά του, ο Καλακόνας τόνισε ότι «το υλικό είναι πολύ καλό. Υπάρχουν παίκτες με αθλητική παιδεία, όπως είναι ο Γιάννης Φουντούλης ή ο Κώστας Μουρίκης. Το θέμα είναι να βρεθεί η όρεξη και η διάθεση που είχαμε εμείς, για να πάνε παραπέρα».