Βέλγικο αίμα
Εκείνο το βράδυ της 6ης Νοεμβρίου 1974, ο Νίκος Γουλανδρής κάπνιζε πολύ. Κάπνιζε και πονούσε. Ο ίδιος είχε ζήσει μεγάλες στιγμές ως πρόεδρος του Ολυμπιακού, από το 1972, που ανέλαβε την ομάδα. Αλλά ήξερε ότι είχε χαθεί η μεγαλύτερη. Η μεγαλύτερη δική του. Και ακόμα κι αν δεν τον ένοιαζε τι θα έγραφε η ιστορία, γνώριζε ότι ευκαιρία όπως εκείνη της Πάτρας δεν θα ξαναρχόταν. Τουλάχιστον όσο ήταν ο ίδιος πρόεδρος.
Στην ιστορία των μεγάλων ομάδων υπάρχουν στιγμές που τις καθορίζουν. Της Ρεάλ Μαδρίτης, όταν άρπαξε από το αεροδρόμιο τον Αλφρέντο ντι Στέφανο. Της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όταν έπεσε το αεροπλάνο. Της Ίντερ όταν για πρώτη φορά ο Χελένιο Χερέρα εφήρμοσε το Κατενάτσιο. Της Μίλαν, όταν έφθασε στο Μιλανέλο το «Χρυσό Αγόρι», ο Τζιάνι Ριβέρα (έξτρα μπόνους: όταν την ανέλαβωε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι). Της Λίβερπουλ, το 3-1 επί της Σεντ Ετιέν στον δεύτερο ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο «Άνφιλντ» το 1977. Του Κρόιφ, ο Άγιαξ (εχμμ, του Άγιαξ, ο Κρόιφ). Της Μπάγερν, όταν έφαγε τέσσερα γκολ από τον Άγιαξ στον πρώτο προημιτελικό του 1973.
Αν γινόταν κάτι, οτιδήποτε, αλλιώς, τότε η ιστορία θα γραφόταν εντελώς διαφορετικά. Αν ο Σεπ Μάγιερ δεν έκλαιγε στα αποδυτήρια. Αν οι αγγλικές ομάδες δεν είχαν τιμωρηθεί με 5 και η Λίβερπουλ με 6 χρόνια από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Αν το αεροπλάνο της Γιουνάιτεντ δεν είχε πέσει. Αν ο Νόμπι Στάιλς δεν προλάβαινε τον Εουσέμπιο στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1968. Αν ο Ρόμπι Ρέζενμπριγκ δεν έβρισκε το δοκάρι, στις καθυστερήσεις του τελικού του Μουντιάλ του 1978. Αν η Σεντ Ετιέν περνούσε σε δεύτερο συνεχόμενο τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Αν δεν έφευγε κακήν κακώς από την Μπαρτσελόνα ο Χερέρα, έχοντας φυγαδευτεί από τα αποδυτήρια, στον δεύτερο ημιτελικό με τη Ρεάλ Μαδρίτης το 1960. Αν ο Κάρολι Παλοτάι μετρούσε ένα, ένα από τα δύο κανονικά γκολ του Μάικ Γαλάκου, έδινε πέναλτι στο χέρι του Τίσερ, απέβαλλε τον Βαν ντερ Βαλ.
Ασφαλώς δεν υπάρχει τρόπος να αποδειχθεί ότι ο Ολυμπιακός θα γινόταν μία τεράστια ευρωπαϊκή ομάδα ή θα πήγαινε ψηλά σε εκείνο το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ήταν η Λιντς του Μπρέμνερ, με την οποία συναντήθηκε αργότερα η Άντερλεχτ και η οποία πήγε τελικό. Υπάρχουν, ωστόσο, ενδείξεις ώστε να μπορεί να πει κάποιος ότι αυτό το 3-0 που ποτέ δεν έγινε 4-0 στην Πάτρα, ένα παιχνίδι που ο Ολυμπιακός κομμάτιασε την αντίπαλό του, τον πήγε πίσω. Λένε ότι αυτό το ματς ήταν η αιτία που έφυγε ο Γουλανδρής.
Η προσωπικότητά του Ανδριώτη ήταν ξεχωριστή. Ήταν σαν τον Μπιλ Σάνκλι στη Λίβερπουλ, μόνο με λεφτά. Έπαιζε μονά ζυγά με τον Λάκη Γκλέζο και αν έχανε του έδινε 200 δραχμές. Ήταν ένας τύπος που είχε μαζέψει στην ομάδα του 16 διεθνείς, που την είχε δει, την προηγούμενη χρονιά, να βάζει 102 γκολ στο πρωτάθλημα (102 γκολ! Είναι ακριβώς 3 γκολ ανά ματς. Καμία ομάδα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν έβαλε, σε ένα ολόκληρο πρωτάθλημα, τρία γκολ ανά ματς. Μόνο ο Ολυμπιακός). Όταν έφυγε, όλα έγιναν σκορποχώρι. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Ολυμπιακός θα συνέχιζε την πορεία του στην Ελλάδα, αλλά το βήμα παραπάνω, αυτό που ήθελε ο ίδιος ο Γουλανδρής πολύ πριν το ελληνικό ποδόσφαιρο υποφέρει από τη μάστιγα της προεδροκεντρικότητας και οι παίκτες αρχίσουν να αφιερώνουν γκολ στα αφεντικά τους, όταν ο Λουκάς Μπάρλος, πρόεδρος της ΑΕΚ, έδινε θερμά συγχαρητήρια για την εμφάνιση με την Άντερλεχτ, δεν θα γινόταν ποτέ.
Εκείνο το βράδυ γυρεύει ακόμα βελγικό αίμα. Όπως συμβαίνει με τα ανήσυχα φαντάσματα, ψάχνει τη λύτρωσή του. Τον εξορκισμό του. Ψάχνει την ανακούφιση, αφού εδώ και 39 χρόνια δεν έχει ησυχάσει. Παίκτες εκείνης της ομάδας ακόμα ονειρεύονται αυτό το ματς διαφορετικά. Τους πληγώνει με τρόπο που πληγώνει η σιγουριά ενός χαμένου έρωτα. Με την Άντερλεχτ ο Ολυμπιακός δεν ξανασυναντήθηκε από τότε.
Ας φανταστούμε ότι ο αθλητισμός είναι ένας μεγάλος σιδηροδρομικός σταθμός που περνούν τρένα εξπρές, τα οποία πηγαίνουν σε διαφορετικούς προορισμούς. Το φόντο είναι μουντό, νυχτώνει νωρίς και τα σύννεφα είναι τόσο πηγμένα, που ο ουρανός έχει γίνει γκρίζος. Τα τρένα είναι όλα φωτισμένα με λάμπες φθορίου. Άνθρωποι που δεν γνωρίζονται κοιτάζονται μεταξύ τους και ποιος ξέρει αν θα συναντηθούν ποτέ. Είναι μισοτελειωμένες οι ιστορίες τους. Μία από αυτές, μία από τις χιλιάδες ιστορίες απρόοπτων συναντήσεων με κοινό παρονομαστή, έχει ως σημείο αναφοράς την Άντερλεχτ.
Δέκα χρόνια μετά από εκείνο το ματς της Πάτρας η Άντερλεχτ φαινόταν ότι είχε βάλει ασφαλιστική δικλείδα στην πρόκρισή της στα προημιτελικά του Κυπέλλου UEFA. Είχε νικήσει τη Ρεάλ Μαδρίτης 3-0 στο «Χέιζελ», αλλά η ρεβάνς στο «Μπερναμπέου» εξελίχθηκε σε εκατόμβη για τους Βέλγους, που έχασαν με σκορ 6-1. Η Ρεάλ είχε αρχίσει να δείχνει ψήγματα των ικανοτήτων της σε ανατροπές, που από το 1984 έως το 1986 θα έκανε χωρίς φειδώ, στον προηγούμενο γύρο, άλλωστε, είχε νικήσει 3-0 τη ΝΚ Ριέκα, ανατρέποντας το 1-3 του πρώτου ματς. Το νούμερο 8 σε αυτήν την ομάδα φορούσε ο Μίτσελ.
Ο ίδιος Μίτσελ που, πάντα κομψοντυμένος, θα βρίσκεται στον πάγκο του Ολυμπιακού στο αποψινό ματς, ασύλληπτης ιστορικής συγκυρίας και ρεβανσισμού, του «Κονστάντ βάντερ Στοκ».