Ο προφέσορ του μπάσκετ
Ο μύθος είναι γλυκός στην αναφορά του πώς δημιουργήθηκε η μεγάλη σχολή των Γιουγκοσλάβων προπονητών. Μοιάζει με κάτι που θα μπορούσε να συμβαίνει: ο Αλεξάντερ Νίκολιτς έγραφε κάτι μία φορά στον μαυροπίνακα, οι προπονητές πρόσεχαν και μετά έπαιρνε το σφουγγάρι και έσβηνε τον πίνακα. Όποιος ζητούσε επανάληψη, έφευγε από το σχολείο.
Προφανώς μπορείς να φανταστείς αυτήν την εικόνα, παρ' όλα αυτά ενδεχομένως να μην είναι τόσο απλή. Μπορεί και να είναι. Το σπουδαίο, για να δημιουργηθεί, δεν απαιτεί τετραγωνικά μέτρα. Συμβαίνει σε μία αποθήκη. Σε ένα υπόγειο. Σε ένα κρυφό σχολειό, που κάποιοι μαθαίνουν μπάσκετ. Χρειάζεται ένας, για να δείξει τον δρόμο. Ο προφέσορ, σε αυτήν την περίπτωση, ήταν, όχι απλώς υπεραρκετός αλλά, ιδανικός.
Ο Ολυμπιακός οφείλει, εμμέσως, κάτι στον μεγάλο Άτσα για την κατάκτηση των δύο Κυπέλλων Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης στο μπάσκετ, όπως και η ομάδα πόλο Ανδρών του Ολυμπιακού οφείλει- πλην του Στάμενιτς, που την ετοίμασε για να την παραδώσει στην «αλεπού» Ντράγκαν Ματουτίνοβιτς και τον χαλαρό Ζόλταν Κάσας- πολλά στον Βλάχο Όρλιτς. Ο λόγος γίνεται για τους δύο σπουδαίους διδάκτορες του γιουγκοσλαβικού αθλητισμού, τους εφευρέτες μίας από τις πιο γοητευτικές σχολές στην ιστορία των σπορ, δηλαδή τη μεγάλη των πλάβι.
Πριν από 13 χρόνια, στις 12 Μαρτίου του 2000, ο Αλεξάντερ Νίκολιτς αποχαιρέτησε τον μάταιο κόσμο στην ηλικία των 76, νικημένος από την επάρατη νόσο. Άφησε κληρονομιά τον Ντούσαν Ίβκοβιτς και τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, όπως επίσης και τους Μπόζινταρ Μάλκοβιτς και Μπόγκνταν Τάνιεβιτς. Οι δύο πρώτοι εμπλούτισαν το αρχικό σχέδιό του, ο τρίτος πήγε στην απέναντι πλευρά, ο τελευταίος έγινε ένας από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς στην ιστορία του μπάσκετ και οι ρηξικέλευθες κινήσεις του (η πεντάδα της Στεφανέλ Μιλάνο με πόιντ γκαρντ τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα, σούτινγκ γκαρντ τον Νάντο Τζεντίλε και σμολ φόργουορντ τον Γκρεγκόρ Φούτσκα) ήταν κάτι που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι έπαιξε τον ρόλο του για τη μορφή που το μπάσκετ βρίσκεται τώρα.
Ο μέγας Νίκολιτς ήταν από τους πιονέρους του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ: ήταν προπονητής της εθνικής Γιουγκοσλαβίας, που πήρε τα πρώτα μετάλλιά της σε μεγάλες διοργανώσεις, με ηγέτη της τον Ραντιβόι Κόρατς, μία εποχή που στη χώρα του Γιόζιπ Τίτο θεωρούσαν ότι το μπάσκετ είναι ένα παιχνίδι που ταιριάζει στα κορίτσια: χάλκινο στο Ευρωμπάσκετ του 1961, χάλκινο στο Μουντομπάσκετ του 1963, ασημένιο στα Ευρωμπάσκετ των 1963 και 1965. Όταν, δε, επέστρεψε, βρισκόταν ενώπιον μίας πραγματικά χαρισματικής φουρνιάς του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ με Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς, Ντράζεν Νταλιπάγκιτς, Μίρζα Ντελίμπασιτς, Κρέζο Τσόσιτς μεταξύ άλλων και πήρε τα χρυσά στο Ευρωμπάσκετ της Λιέγης, το 1977 και στο Μουντομπάσκετ των Φιλιππινών, ένα χρόνο μετά.
Είχε, πρώτα, προλάβει να φτιάξει τη σπουδαιότερη ιταλική ομάδα όλων των εποχών, την ιταλική Ίνις Βαρέζε, στην οποία πήγε το 1969 και με την οποία κατέκτησε τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, το 1970, το 1972 και το 1973, που συνεργάστηκε με τον Αμερικανό Μπόμπι Μορς και τον Μεξικανό Χόρχε Ράγκα, σε συνεργασίες που έμειναν για τα καλά στη μνήμη των παλιότερων ρεκτών του ευρωπαϊκου μπάσκετ. Άνοιξε, με τη δική του επιτυχία, τον δρόμο των ανατολικών προς τη Δύση. Πήγε και παρακολούθησε για ένα ολόκληρο μήνα το κολεγιακό πρωτάθλημα- κάτι που κανένας προπονητής στον κόσμο δεν έχει την πολυτέλεια, ακόμα και τώρα, να αφορίσει, θεωρώντας ότι δεν του χρειάζεται- προέβλεψε τον νικητή του 1964, το UCLA, ένας περίεργος Γιουγκοσλάβος ανάμεσα σε Αμερικανούς, περιφερόμενος σε ξενοδοχεία γεμάτα παιδιά που απορούσαν για το πώς φύτρωσε ένας ξενόγλωσσος τύπος από άλλο πολιτισμό ανάμεσά τους.
Ο Νίκολιτς έκλεβε. Και τελειοποιούσε την κλεψιά. Πολλά plays του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ακόμα και η έξτρα πάσα, μπορεί να πει κάποιος ότι παροτρύνθηκαν από εκείνον. Μπήκε στο Hall of Fame του μπάσκετ το 1998.