Η οφειλή του 1995
Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι ο Γιώργος Λούβαρης φιλοξένησε για έξι μήνες τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα. Και έκανε καιρό να μιλήσει με τον Γιάννη Ιωαννίδη, όταν διάλεξε, αντί για αυτό, τον Ντράγκαν Τάρλατς. Ας πούμε ότι στο Μιλάνο ο Μπόγκνταν Τάνιεβιτς δεν είχε καμία ένσταση.
Η παραδοξότητα είναι ότι τόσα χρόνια ο Τάνιεβιτς δεν βρέθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Για τον ίδιο, η Γιουγκοσλαβία, η Ιταλία και η Τουρκία ήταν οι σταθμοί της καριέρας του. Για τους υπόλοιπους, υπήρξε μία λανθάνουσα πατρίδα. Η Αθήνα ήταν, επίσης, ο πρώτος σταθμός μίας νέας εποχής για αυτούς. Και ενδεχομένως, στις 5 Οκτωβρίου, να είναι παρόντες στο Μέγαρο Μουσικής, όπως πολλοί συμπατριώτες τους, για να τιμηθούν σε μία εκδήλωση για τους «χρυσούς Σέρβους» του ελληνικού αθλητισμού. Μοιάζει ταμάμ ώστε να πληρωθεί ένα χρέος της Ελλάδας προς τους τους ομόθρησκους και τους τόσο διαφορετικούς σε ιδιοσυγκρασία και τρόπο σκέψης γείτονες.
Δεν υπάρχει διοργάνωση πιο σημαντική για το γιουγκοσλαβικό έθνος από το Ευρωμπάσκετ του 1995, στην Αθήνα. Ήταν η πρώτη για μία εθνική ομάδα της χώρας μετά το εμπάργκο για τον εμφύλιο πόλεμο. Την έλεγαν ακόμα Γιουγκοσλαβία και η επιθυμία για την επιστροφή δημιούργησε πανστρατιά: ποτέ πριν και, ασφαλώς, μετά, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς δεν κάθισε στον ίδιο πάγκο με τους Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς και Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, αλλά και τον Μίροσλαβ Νίκολιτς. Μόνο και μόνο η παρουσία του τρίτου, του Άλφρεντ Χίτσκοκ του μπάσκετ- για την ομοιότητα της πεποίθησης και των δύο ότι οι ηθοποιοί είναι κομπάρσοι και οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι οι σκηνοθέτες- έπειθε ότι το εγχείρημα ήταν πανεθνικό.
Όλοι θυμούνται τι συνέβη στις 2 Ιουλίου, με το περίφημο «Λιέτουβα, Λιέτουβα», και οι περισσότεροι μυημένοι μπορούν να βάλουν τα χρώματα που επιθυμούν στο τελευταίο Ευρωμπάσκετ που δεν θα ένιωθε τις συνέπειες του ΝΒΑ στο πετσί του, με όλους τους αστέρες της δεκαετίας του ’80 παρόντες στο νεότευκτο κλειστό γυμναστήριο, που ακριβώς 20 μέρες μετά θα γινόταν ο τόπος του θριάμβου για την εθνική Εφήβων. Η διαμαρτυρία ήταν συνεχιζόμενη, το «έξω οι Γιούγκοι», από τα χείλη των παγκόσμιων πρωταθλητών του Γιώργου Προεστού δονούσε την ατμόσφαιρα, η Ελλάδα δεν κέρδισε τίποτα από την προσπάθεια ελληνοποιήσεων. Ούτε ο Μίλαν Τόμιτς, ούτε ο Ντράγκαν Τάρλατς, ούτε, ακόμα περισσότερο, ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς, έπαιξαν ποτέ στην εθνική ομάδα.
Εκείνες οι 31 μέρες, από τις 21 Ιουνίου του 1995- και την περίφημη πρεμιέρα της γαλανόλευκης του Μάκη Δενδρινού με τους Γιουγκοσλάβους, με τα απίθανα ενσταντανέ, το κάρφωμα του Ντίνου Αγγελίδη πάνω από τον Βλάντε Ντίβατς, το εξώκοσμο παιχνίδι του Ευθύμη Ρεντζιά, τη θεατρικότητα του Παναγιώτη Φασούλα, τον τρόπο που έπεσε κάτω μετά από ένα (αισχρό) επιθετικό φάουλ που του σφυρίχθηκε και τη θολούρα του Κώστα Παταβούκα, που ξέχασε να σουτάρει στην τελευταία επίθεση της κανονικής διάρκειας του παιχνιδιού, πριν οι Γιουγκοσλάβοι νικήσουν, τελικά, με 84-80 στην παράταση- εξελίχθηκαν σε ένα αντιγιουγκοσλαβικό συλλαλητήριο. Ακόμα και όταν οι Κροάτες αποχώρησαν από το τρίτο σκαλί του βάθρου των νικητών στο Ευρωμπάσκετ κέρδισαν το χειροκρότημα. Εκείνο το σύνθημα, «δεν θα πάρεις κύπελλο ποτέ, Πάσπαλιε, Πάσπαλιε», που ήταν η σκέψη του Ζάρκο όταν, ως αρχηγός των Γιουγκοσλάβων, σήκωσε το τρόπαιο στο ΟΑΚΑ, έγινε τραγουδάκι στα χείλη του. Δύο χρόνια μετά από εκείνο τη μυθική νύχτα των 9/12 τρίποντων του Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς, απόστρατος πια από τις εθνικές ομάδες, ο Πάσπαλιε το τραγουδούσε στο λόμπι του ξενοδοχείου της Βαρκελώνης που έδρευαν οι επίδοξοι, τότε, πρωταθλητές Ευρώπης, Γιουγκοσλάβοι. Εκείνη η στιγμή είχε ξεθυμάνει, η Γιουγκοσλαβία είχε πάρει ακόμα ένα ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντας, ήταν η ώρα της πλάκας.
Ασύμμετρα σε μία αταξία που έχει την ικανότητα, μέσα από την παντελή υποκειμενικότητά της, οι Έλληνες, 17 χρόνια μετά, πληρώνουν το χρέος τους. Τουλάχιστον ο αθλητισμός, το απόλυτο αδιέξοδο, είναι ένα πεδίο που οι συγγνώμες μπορεί να είναι λαμπερές, ακόμα και μέσα στο Μέγαρο Μουσικής.