Θυμάμαι ακόμα, ήμουν παιδάκι!
Ήμουν δεν ήμουν 4-5 χρονών. Και πάντα θα θυμάμαι εκείνη την αγωνία, την απορία τι θα συναντήσω όταν με πήγαιναν στο γήπεδο. Βέβαια, στην πορεία των χρόνων και ενώ η παρουσία στο γήπεδο γινόταν όλο και πιο συχνή, η αγωνία και η απορία έδωσαν τη θέση τους στο δέος και τον ενθουσιασμό. Και την ανυπομονησία μέχρι να έρθει η επόμενη φορά. Ήταν η φάση «άντε να πάμε γήπεδο». Εγώ, ο μικρός της παρέας. Και πάντα με ερωτήσεις/ατάκες «φωτιά». Από αυτές που ρωτάνε μικρά παιδάκια και ρίχνεις ασυναίσθητα γέλιο. Όπως το χαμόγελο που έριχνα την πρώτη φορά όταν με πήγανε στο Καραϊσκάκη ο πατέρας μου και ο θείος μου. Ο θείος πιο «κάφρος». Έβριζε πιο έντονα και συχνά. «Μη βρίζεις, το παιδί». «Δεν παθαίνει τίποτα το παιδί, μαθαίνει. Έτσι πρέπει». Η συζήτησή τους ήταν επί μονίμου βάσεως! Ίδια! Απαράλλαχτη! Ακόμη την ακούω στα αφτιά μου! Μία πρώτη φορά που μου έχει μείνει αξέχαστη. Μία φορά που με σημάδεψε. Κυριολεκτικά. Και μεταφορικά!
«Σκάμε» στο γήπεδο περίπου μία ώρα πριν τη σέντρα. Το γήπεδο, κατάμεστο εννοείται! Σε εποχές «πέτρινων» χρόνων! Παίζαμε με τον ΟΦΗ ή την Προοδευτική. Δεν παίρνω και όρκο. Και κλασικά, στις κερκίδες, πέρα από τον κόσμο, οι εργαζόμενοι των κυλικείων να πουλάνε πατατάκια, αναψυκτικά. Ήταν εκείνες οι εποχές που έδιναν γυάλινα μπουκάλια. Ε, παίρνουμε κάτι αναψυκτικά, κάτι πατατάκια να φάνε τα παιδιά (εγώ και ο αδερφός μου), αλλά τι το θέλαμε. Ήταν η στιγμή που μέχρι να πληρώσουν οι μεγάλοι, ο Στράτος έπαιζε με το καπάκι του αναψυκτικού. Ήθελε να το ανοίξει μόνος του. Έτσι! Από μικρός στα... προβλήματα! Ε, μία, δύο, τρεις... άνοιξε! Το χέρι του! Η πληγή, μεγάλη. Και το αίμα να τρέχει ασταμάτητα! Και καλά-καλά δεν είχε αρχίσει το παιχνίδι. «Ένα χαρτί, χτύπησε ο μικρός», φώναξε προς τον κόσμο κάποιος από τους δικούς μου. Θυμάμαι στο... δευτερόλεπτο να βλέπω τριγύρω μας και... 500 χέρια με ανθρώπους να βοηθήσουν! Με τα πολλά, καθίσαμε, είδαμε το παιχνίδι, αλλά η πληγή δεν έκλεινε, μέχρι που αναγκάστηκαν οι δικοί μου να μας πάρουν και να φύγουμε, λίγο πριν το τέλος. Στο σπίτι δόθηκε η λύση και έκλεισε η πληγή με χρήση καπνού. Αυτό όταν το ντεμπούτο μου στο Καραϊσκάκη. Αξέχαστο. Τώρα, βέβαια, γελάω. Καλά, και τότε γελούσα!
Εκείνο το δέος του να ανεβαίνεις τα σκαλιά στη Θύρα 7, δεν... υπάρχει. Και δεν θα το άλλαζα ποτέ. Και με τίποτα. Η απόλυτη χαρά. Σαν τα παιδάκια που τους δίνεις το δώρο τους. Το σημάδι, ακόμα μένει. Και στο χέρι, αλλά και στην καρδιά. Βλέπετε, ποτέ δεν έκρυψα τη μεγάλη μου αγάπη. Δεν κρύβεται. Και δεν θέλω κιόλας. Τις επόμενες φορές, βέβαια, φρόντιζα να μένω μακριά από τα αναψυκτικά. Γι’ αυτό υπάρχουν οι μεγάλοι και τα ανοιχτήρια! Όσο μεγαλώνεις, μαθαίνεις. Έτσι πάνε αυτά!
Θρύλος, ετών 97. Χρόνια πολλά, Ολυμπιακάρα μου!