Η καλύτερη ομάδα των τελευταίων ετών
Τι είδαμε στο Ηράκλειο; Μία ακόμη επιβεβαίωση της ανωτερότητας του Ολυμπιακού έναντι των αντιπάλων του. Εναν Ολυμπιακό... άλλου επιπέδου. Μία ομάδα που δεν «κολλάει» πουθενά. Που δεν «μασάει» ούτε από κλοτσιές ούτε από «τσαμπουκάδες». Ο φετινός Ολυμπιακός συγκεντρώνει πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη «φυλή» των ΓΑΥΡΩΝ. Εκτός από τη δεδομένη ποιότητα του συνόλου και των ποδοσφαιριστών του, συνδυάζει αρμονικά και πάθος, ψυχή και (καλώς νοούμενο) τσαμπουκά. Ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων αποτελεί τον λόγο που ο Θρύλος είναι καλύτερος από όλους. Και που θα κατακτήσει τα πάντα στο διάβα του.
Είναι τόσο απλό: Εάν οι Πειραιώτες είναι... τυπικά καλοί σε κάθε ένα από τα παιχνίδια που ακολουθούν μέχρι το τέλος της χρονιάς, τότε και «διπλό» στο ΟΑΚΑ θα κάνουν και το πρωτάθλημα θα πάρουν και το Κύπελλο θα καταλήξει στην Πλατεία Αλεξάνδρας.
Βλέποντας κάποιος το φετινό ρόστερ των πρωταθλητών, αλλά και το ποδόσφαιρο που αποδίδει μέσα στο γήπεδο, μπορεί να καταλήξει πολύ εύκολα στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για την καλύτερη ομάδα που είχε ο Ολυμπιακός τα τελευταία χρόνια. Καλύτερη από την πρώτη χρονιά του Βαλβέρδε και τόσο υψηλού επιπέδου, που μπορεί να συγκριθεί ακόμη και με τις σπουδαίες ομάδες του 1998-99 και του 2000-2003.
Εχει, όμως, μία πολύ μεγάλη διαφορά. Και αυτή δεν είναι άλλη από το τεράστιο βάθος του ρόστερ. Οποιος ποδοσφαιριστής κι αν παίζει, η απόδοση του Ολυμπιακού παραμένει απαράλλαχτη. Και αυτό είναι κάτι που αποτελεί τρομακτικό «όπλο» στα χέρια του Βαλβέρδε. Με αυτό το «όπλο», μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα που ισχύουν παραδοσιακά για τις ελληνικές ομάδες, καταφέρνοντας να κρατήσει και τα τρία «καρπούζια».
Πάντοτε, οι (δύο) δικαιολογίες που χρησιμοποιούνταν από τους εκάστοτε προπονητές του Ολυμπιακού ήταν ότι το ρόστερ δεν είχε το απαραίτητο «βάθος», για να αντέξει τους συνεχόμενους αγώνες και ότι το ελληνικό πρωτάθλημα δεν ήταν τόσο ανταγωνιστικό, ώστε να βοηθάει στον ανταγωνισμό με τις ευρωπαϊκές ομάδες. Τώρα όμως αυτό έχει αλλάξει. Οχι, το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έγινε ξαφνικά ανταγωνιστικό, αλλά οι ποδοσφαιριστές που διαθέτει ο Ολυμπιακός είναι μπολιασμένοι στις... υψηλές ταχύτητες. Προέρχονται από μεγάλα πρωταθλήματα, σημαντικές ομάδες, ξέρουν τον ρυθμό που ακολουθούν οι Ευρωπαίοι αντίπαλοί τους και για αυτό δεν «φοβούνται» κανέναν αντίπαλο. Για αυτό, ουδείς φοβάται τη Μέταλιστ. Ξέρουν τι πρέπει να κάνουν για να την αντιμετωπίσουν. Και να τη νικήσουν...
ΥΓ.1: Ο Καζίμ δεν με τρέλανε στην Κρήτη με την απόδοσή του. Επαιξε καλά, ήταν ουσιαστικός, μα πάνω από όλα έδειξε ότι δεν «μασάει». Το ποδόσφαιρο δεν είναι... κατς, αλλά με παίκτες σαν τον Καζίμ, τον Τζιμπούρ, τον Χολέμπας, τον Αβραάμ και τα άλλα παιδιά, σίγουρα ουδείς μπορεί να αποκαλεί πλέον «soft ομάδα» τον Ολυμπιακό.
ΥΓ.2: Σήμερα παρασύρθηκα με άλλα θέματα, αλλά αύριο θα αναφερθώ στο «φαινόμενο Χολέμπας». Ενα παιδί που ήρθε από το... πουθενά και εξελίσσεται σε αναντικατάστατο μέλος της πρώτης ομάδας του Θρύλου.
Η βία, ο «οπαδικός Τύπος» των «αχρωμάτιστων» και ο Βαλβέρδε
Σε αυτό το σημείο θέλω να αναφερθώ σε κάτι που συζητούσα με τον Ερνέστο Βαλβέρδε, κατά την επιστροφή μας από την Κρήτη. Ο Βάσκος, λοιπόν, μου έλεγε ότι μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε ό,τι γίνεται στα γήπεδα φέρουν οι εφημερίδες. Μου εξηγούσε, μάλιστα, τη θέση του, πως όσο οι εφημερίδες δεν ρίχνουν τους τόνους τόσο οι οπαδοί των αντίπαλων ομάδων θα τις χρησιμοποιούν ως «άλλοθι» για να κάνουν επεισόδια και να δημιουργούν προβλήματα στα παιχνίδια. Επίσης, μου έλεγε ότι ακόμη και εάν κάτι δεν γράφεται για να προκαλέσει, ο αντίπαλος οπαδός μπορεί να το χρησιμοποιήσει με όποιον τρόπο θέλει, δημιουργώντας προβλήματα.
Φυσικά, πρόκειται για μία άποψη, με την οποία διαφωνώ κάθετα, οριζόντια και όπως αλλιώς θέλετε. Είναι δεδομένο ότι τα media έχουν δύναμη, αλλά είναι προφανές πως όσα γίνονται στα γήπεδα δεν μπορούν να «χρεωθούν» στον Τύπο. Στο κάτω κάτω, ο «οπαδικός Τύπος», όπως θέλουν να τον αποκαλούν όλοι εκείνοι που το παίζουν αχρωμάτιστοι και είναι κριτές των πάντων, απευθύνεται σε συγκεκριμένο κόσμο, που θέλει να διαβάσει πράγματα για την αγαπημένη του ομάδα. Και σε καμία περίπτωση δεν προκαλεί ή παρακινεί τη βία. Οποιος το πιστεύει αυτό, τότε έχει πλήρη άγνοια της κοινωνίας που ζει. Οποιος δεν αντιλαμβάνεται τη συσσωρευμένη οργή που υπάρχει στον κόσμο, στον απλό πολίτη και όχι στον «κάφρο» ή σε αυτόν που θα πάει για να τα σπάσει γιατί... έτσι του αρέσει, τότε δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει στη χώρα και τους πολίτες της.
Θεωρώ ότι η βία στα γήπεδα έχει αλλάξει πολύ σε σχέση με τα περασμένα χρόνια. Πλέον, φοβάμαι ότι θα δούμε πολύ χειρότερα πράγματα και ότι κάπου, κάποια στιγμή η κατάσταση θα ξεφύγει. Ηδη έχει ξεφύγει στην κοινωνία, οπότε είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα ακολουθήσει ο αθλητισμός. Ανέκαθεν, άλλωστε, τα γήπεδα ήταν χώροι εκτόνωσης. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται...
(Το κείμενο δημοσιεύθηκε στον «ΓΑΥΡΟ» στις 06/03/2012)